Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακριβολογώ [anakrivoloγó] Ρ10.9α : δεν εκφράζομαι με ακρίβεια, δεν κυριολεκτώ. ANT ακριβολογώ.
[λόγ. αν- (δες α- 1) ακριβολογώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακριβολογώ [anakrivoloγó] ανακριβολογείς, L)
- speak or write about or treat a matter w. inaccuracies (ant ακριβολογώ):
- ανακριβολογεί ο γράφων στο σημείο τούτο
[fr kath, this neol (Koumanoudis), cpd of ανακριβή w. -λογώ 2nd me of cpds; cf AG, K, MG ἀκριβολογῶ]
- speak or write about or treat a matter w. inaccuracies (ant ακριβολογώ):