Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακριβής -ής -ές [anakrivís] Ε10 : που δεν είναι ακριβής, πιστός στην αλήθεια και στην πραγματικότητα: Οι πληροφορίες του ήταν ανακριβείς.
(λόγ.) ανακριβώς ΕΠIΡΡ: Tα καταστήματα δε θα είναι κλειστά αύριο, όπως ~ αναφέρθηκε. [λόγ. < μσν. ανακριβής < αν- (δες α- 1) ακριβής· λόγ. ανακριβ(ής) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακριβής, -ής, -ές [anakrivís] (L)
- inexact, inaccurate; unreliable; untrue, untruthful; incorrect:
- οι αριθμοί σας είναι μαθηματικώς ανακριβείς |
- ~ λογαριασμός faulty account |
- ~ έκφραση, διατύπωση inaccurate expression, formulation |
- ~ πληροφορία misinformation, e.g. οι πληροφορίες σας είναι ανακριβείς |
- ~ έκθεση or αναφορά inaccurate report, report w. flaws |
- ~ εγγραφή misentry |
- να διορθωθεί η ~ μετάφραση |
- ανακριβή δημοσιεύματα |
- ιστορία παραλλαγμένη και ~ |
- ~ χάρτης unreliable map |
- η περιγραφή αποδεικνύεται τελείως ~ από τα πράγματα |
- είναι ανακριβές αυτό που λέτε or είναι ανακριβές ότι κλ |
- αποδείχτηκε ανακριβές |
- δεν ισχυρίζομαι τίποτε το ανακριβές |
- είναι ανακριβέστατο ότι κλ |
- ο αντίθετος ισχυρισμός είναι ~
[fr MG ανακριβής (Eustathios+) cpd w. pref αν- and ακριβής]
- inexact, inaccurate; unreliable; untrue, untruthful; incorrect: