Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακρίνω [anakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ανέκρινα και (σπάν.) ανάκρινα, απαρέμφ. ανακρίνει, παθ. αόρ. ανακρίθηκα, απαρέμφ. ανακριθεί : προσπαθώ με επίμονες ερωτήσεις να αποσπάσω από κπ. την αλήθεια, συνήθ. στην αστυνομία ή στο δικαστήριο: Για την υπόθεση του εμπρησμού κρατήθηκαν ως ύποπτα και ανακρίνονται πολλά άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἀνακρίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακρίνω· ’νακρίνω.
-
- Eξετάζω, μελετώ (ζήτημα):
- αντίμεψη αγάπης …, αν το ’νακρίνω, δε θέλει βρει απόκει (Πιστ. βοσκ. I 4, 228 (έκδ. ’νοκρίνω).)>
[αρχ. ανακρίνω. H λ. και σήμ.]
- Eξετάζω, μελετώ (ζήτημα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακρίνω [anakríno] (L) (rare
- D ανακρένω) ipf ανάκρινα (& D ανάκρενα), aor ανάκρινα (& ανέκρινα), subj ανακρίνω, pass ανακρίνομαι
- ① law interrogate, question, examine, investigate, screen (syn εξετάζω προ της δίκης, διεξάγω or ενεργώ ανάκριση, υποβάλλω κ. σε δικαστική εξέταση):
- ~ τον ύποπτο, τον κατηγορούμενο, τους συλληφθέντες |
- ~ μάρτυρες |
- ~ κ. εξαντλητικά το grill s.o. (about sth) |
- τον ανάκρινε και δεν του βρήκε καμιάν ενοχή he interrogated him but found him innocent |
- βάνουν ανακριτάς και μ' ανάκρεναν (Makryg) |
- ο πρόξενος τον ανέκρινε στο Σφαξ (IDragoumis)
- ⓐ question, inquire (syn ζητώ να μάθω, ρωτώ λεπτομερώς):
- ανάκρινα τον τάδε κι από τις απαντήσεις του κατάλαβα τι γινόταν |
- οι ληστές που τον έπιασαν τον ανακρίνανε |
- τον ανάκρινε με τρόπο |
- πούθ' έρχεται, πού πάει, τι γύρευε στο χάνι; (KPolitis)
- ② sci t., philos examine closely and/or critically, review in depth, judge:
- πρέπει ν' αρχίσω ν' ~ τον ίδιο μου το νου, πώς και γιατί τα παραδέχθηκε τα πράγματα (Theodorakop) |
- δοκιμασμένη σκοπιά όλα κρίνονται κι ανακρίνονται με βάση την εσωτερική αναγκαιότητα του τόπου (id.) |
- στο μελέτημα δεν θα ανακρίνομε τη θεωρία του επιστημονικού ντετερμινισμού για να βεβαιωθούμε αν απολήγει ή όχι στο φαταλισμό (Papanoutsos)
- ③ mention one's name, think of s.o. (syn θυμάμαι, μελετώ, σκέφτομαι κ.):
- λόξυγγας μ' έπιασε, κάποιος μ' ανακρένει (Dimitrakos)
[fr MG ανακρίνω ← K, PatrG ἀνακρίνω ← AG]