Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακούφιση η [anakúfisi] Ο33 : 1.καταπράυνση, μείωση σωματικών ή ψυχικών πόνων ή απαλλαγή από αυτούς: Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Aισθάνθηκα κάποια ~ όταν πήρα το παυσίπονο. Tο γράμμα σου ήταν μια ~ στο πένθος του, παρηγοριά. Όλοι δέχτηκαν με ~ την είδηση της σωτηρίας των ναυαγών. 2. απαλλαγή από σωματικό κόπο, από ευθύνες ή από υλικές ανάγκες: ~ από τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Θα ληφθούν μέτρα για την ~ των σεισμοπαθών.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνακούφι(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. allégement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακούφιση [anakúfisi] η, gen ανακούφισης & ανακουφίσεως, pl ανακουφίσεις
- ① reduction of load, lightening, loosening, alleviation (near-syn απαλλαγή):
- ~ από τα βάρη του γάμου |
- ~ του βήχα, του στομάχου |
- ένιωσε ~ σα να 'φυγε απομέσα του ένα βάρος (Sardellis)
- ② alleviation, mitigation, relief:
- ~ από τον πυρετό
- ③ fig relief (syn ξαλάφρωμα, ξέδομα, ξέσκασμα):
- τι ~! that's a load off my mind! ω ~, ω χαρά! |
- αισθάνομαι ~ |
- αναστέναξε με (or από) ~ |
- gnom δεν υπάρχει ατυχία χωρίς ~ και ελπίδες |
- του δίναν μεγάλη ~ στέλνοντάς του το ποίημα οι συμμαθητές του |
- τα γράμματα της δίνουν κάποιαν ~ στην ταραγμένη της ζωή |
- παρέδωσε την ψυχή του αφήνοντας ένα στεναγμό ανακουφίσεως (Karyotakis) |
- δεν δέχθηκε με ~ την άρνηση της ερωμένης του να τον ακολουθήσει (Melas) |
- βγαίνοντας με ~ ρούφηξα τον υγρό αγέρα της νύχτας (Karantonis) |
- το πρόσωπό του είχε φωτιστεί από κάποια ~ (AVlachos) |
- η αναγνώριση αυτή ήταν μια πραγματική ~ (Stratou) |
- η ειδικά τραγική ηδονή .. είναι η ηδονή της ανακούφισης και της απελευθέρωσης από τα συναισθήματα του τρόμου και της οδύνης (Papanoutsos)
- ④ soothing, assuagement (of pain, grief) (syn καταπράυνση, μαλάκωμα):
- ~ από τον πόνο |
- φάρμακο γι' ~ από την κατάθλιψη
- ⑤ satisfaction (syn ικανοποίηση):
- με ~ άκουσε ο κόσμος την τιμωρία του εγκληματία
- ⑥ physiol relieving o.s., defecation (syn αποπάτηση):
- χώρος ανακουφίσεως lavatory, toilet, water closet
[fr MG ανακούφισις ← AG ἀνακούφισις]
- ① reduction of load, lightening, loosening, alleviation (near-syn απαλλαγή):