Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακουφιστικός -ή -ό [anakufistikós] Ε1 : 1.που ανακουφίζει, που καταπραΰνει, παρηγορεί ή ξεκουράζει: Aνακουφιστικά φάρμακα / λόγια. 2. (οικοδ.) ανακουφιστικό τόξο / τρίγωνο, τμήμα της τοιχοποιίας, αφόρτιστο από υπερκείμενα βάρη της κατασκευής, που έχει σκοπό να ενισχύσει ευαίσθητα αρχιτεκτονικά μέλη, συνήθ. ανώφλια ανοιγμάτων.
ανακουφιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ανακουφισ- (ανακουφίζω) -τικός· 2: σημδ. γερμ. Εntlastungbogen]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακουφιστικός, -ή, -ό [anakufistikós]
- ① relieving, alleviating, easing:
- ~ λόγος, ανακουφιστικά λόγια |
- ανακουφιστικό χαμόγελο, γράμμα, μήνυμα |
- ανακουφιστικά δάκρυα |
- ανακουφιστική μελέτη |
- ένα λικέρ ανακουφιστικό |
- πλατάνια έριχναν πυκνή ανακουφιστική σκιά |
- ανακουφιστική αλήθεια, ηδονή |
- ανακουφιστικό ξελασκάρισμα |
- δεν υπάρχει πιο ανακουφιστικό αίσθημα απ' την ελπίδα |
- η ολόδροση και ανακουφιστική όαση της Σκαφιδιάς (στην Hλεία) (Panagiotop) |
- κάτι σαν γαλήνη ανακουφιστική (Karagatsis) |
- πόσο ανακουφιστική είναι η ευγένεια .. σ' όλους τους πολιτισμένους τόπους (Karantonis) |
- καταλήγει η τραγωδία τελικά στο ανακουφιστικό λευτέρωμα (Papanoutsos)
- ② med palliative (syn καταπραϋντικός):
- ανακουφιστικά φάρμακα |
- ανακουφιστική θεραπεία palliative treatment |
- μέσο θεραπευτικό ή ανακουφιστικό από το φόβο
- ③ sci t., engineer. ανακουφιστική βαλβίδα relief valve:
- ανακουφιστική τομή relief incision
- ⓐ archit ανακουφιστικό τρίγωνο relieving triangle
[fr kath neol, der of *ανακουφιστικός (: ανακουφίζω) w. suff -ικός]
- ① relieving, alleviating, easing: