Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακουφισμένος, -η, -ο [anakufizménos]
- disburdened, unburdened, relieved (syn ξαλαφρωμένος):
- έφυγε, γύρισε ~ |
- κατεβαίνει από το υπουργείο ανακουφισμένη από τη συζήτηση |
- το κορίτσι κοίταξε ανακουφισμένο την καθηγήτρια (KPapa) |
- με το Zαφείρη ένιωθε τώρα μια σταλιά μουδιασμένος μα ~ (Koumantareas) |
- "εύγε!", έκανε ~ ο Θ. (Roufos)
[ppp of ανακουφίζω]
- disburdened, unburdened, relieved (syn ξαλαφρωμένος):