Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακουφίζω [anakufízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.καταπραΰνω, μειώνω τους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, απαλλάσσω κπ. από αυτούς: Mερικά φάρμακα ανακουφίζουν αλλά δε θεραπεύουν. Πήρα ένα παυσίπονο και ανακουφίστηκα. Tα λόγια σου με ανακούφισαν. H καλή εξέλιξη της υγείας του μας ανακούφισε όλους. 2α. αφαιρώ από κπ. ένα μέρος από τους σωματικούς πόνους ή από τις ευθύνες που τον βαραίνουν, τον ξεκουράζω: Οι παιδικοί σταθμοί ανακουφίζουν τις εργαζόμενες μητέρες. Οι ηλεκτρικές συσκευές ανακουφίζουν τη νοικοκυρά. β. βοηθώ κπ. οικονομικά, του προσφέρω κάποια οικονομική ελάφρυνση: Οι φορολογικές απαλλαγές ανακουφίζουν τα λαϊκά στρώματα. H φετινή σοδειά ήταν καλή και ανακούφισε κάπως τους αγρότες.
[λόγ.: 1: ενεργ. < αρχ. μέσο ἀνακουφίζομαι (ἀνακουφίζω `σηκώνω ψηλά΄)· 2: σημδ. γαλλ. alléger]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακουφίζω.
-
- Aπαλλάσσω κάπ. από ψυχικό βάρος:
- να τον ανακουφίσω από τα δυστυχήματα (Λόγ. παρηγ. L 646).
[αρχ. ανακουφίζω. H λ. και σήμ.]
- Aπαλλάσσω κάπ. από ψυχικό βάρος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακουφίζω [anakufízo] ipf ανακούφιζα & ανεκούφιζα, aor ανεκούφισα & ανακούφισα, subj ανακουφίσω, mediop ανακουφίζομαι, aor ανακουφίσθηκα & ανακουφίστηκα, subj ανακουφισθώ & ανακουφιστώ
- ① act. help to lighten (pain etc), ease, relieve, aid to relax (syn ξαλαφρώνω):
- ο γιατρός ανακουφίζει τον πόνο |
- το φάρμακο με ανακούφισε (από τους πόνους) |
- με ανακούφισε στα δεινά μου |
- τα δάκρυα πάντοτε ανακουφίζουν |
- τα λόγια σου, οι ευχές σου με ανακούφισαν |
- η καλή εσοδεία ανακούφισε οικονομικώς τον πληθυσμό της υπαίθρου |
- η κυβέρνηση έχει καθήκον ν' ανακουφίζει το λαό |
- οι φιλάνθρωποι ανακουφίζουν τη δυστυχία των φτωχοτέρων |
- μερικοί μ' ανακούφισαν με τη συμπαράστασή τους στον αγώνα μου (Stratou)
- ⓐ decrease, reduce (syn ελαττώνω, μειώνω, μικραίνω):
- η βουλή θα ανακουφίσει τον προϋπολογισμό δαπανών
- ⓑ fig soothe (syn καταπραΰνω, μαλακώνω):
- το ειδικό φάρμακο ανακούφισε τα νεύρα του αρρώστου
- ② mediop ανακουφίζομαι be relieved (syn ξαλαφρώνω):
- ο λαός ζητά ν' ανακουφισθεί από τη φορολογία |
- η πριγκίπισσα φέρνει τη συμπάθειά της στους απόκληρους, που αμέσως ανακουφίζονται (Thrylos)
- ⓒ fig be helped, be lifted up or relieved (syn ξεδίνω, ξεσπάω):
- μου τα είπε όλα κι ανακουφίστηκε |
- μόλις έμαθα ότι ζη ο γιος μου, ανακουφίστηκα |
- ανακουφίζομαι με τη δουλειά, τη συγγραφή find relief in work, writing |
- ο ποιητής δημιουργώντας ανακουφίζεται
- ⓓ relieve o.s., defecate or urinate (syn κάνω σωματική ανάγκη μου, αποπατώ):
- ανακουφίσθηκε μέσα σε πούλμαν (tour bus)
[fr MG ανακουφίζω ← LK (pap, 1st c.) ← AG ἀνακουφίζω 'lift up, raise up']
- ① act. help to lighten (pain etc), ease, relieve, aid to relax (syn ξαλαφρώνω):