Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακοπή η [anakopí] Ο29 : 1α.η ενέργεια του ανακόπτω, το σταμάτημα, η αναχαίτιση της εξέλιξης μιας πορείας: ~ της προέλασης του εχθρού. ~ του μεταναστευτικού ρεύματος. β. (ιατρ.) απότομη διακοπή της λειτουργίας κάποιου οργάνου, συνήθ. της καρδιάς: Ο αιφνίδιος θάνατός του οφείλεται σε ~ (της καρδιάς). 2. (νομ.) α. ~ ερημοδικίας, ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου. β. ένδικο μέσο εναντίον του βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό.
[λόγ.: 1α: ελνστ. ἀνακοπή· 1β, 2: σημδ. γαλλ. inhibition]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακοπή [anakopí] η, (L)
- ① curbing, arrest (syn ανάσχεση L, συγκράτηση):
- ~ της πορείας, της ταχύτητος, της προελάσεως του ιππικού, του εχθρικού στρατού |
- ~ του ρεύματος του πλημμυρισμένου ποταμού |
- ~ του μεταναστευτικού ρεύματος προς τις βιομηχανικά υπεραναπτυγμένες χώρες |
- ~ του ρυθμού της προόδου |
- med ο γιατρός διεπίστωσε ~ στην εξέλιξη του καρκίνου |
- η Δήλος δοκίμασε μια μεγάλη ~ στην ιστορία τον 6ο αι. π.X. |
- δούλεψε κατά τη συνήθειά του χωρίς ~ (Prevelakis)
- ⓐ stunting:
- ~ της αναπτύξεως |
- ~ της καλλιτεχνικής εξελίξεως checking (arrest) of the artistic evolution
- ② physiol, med stoppage of an organ's function, arrest:
- ~ της καρδιάς heart stoppage, cardiac arrest |
- καρδιακή ~ από ηλεκτροπληξία |
- υπέστη ~ της καρδίας και έπεσε ημιαναίσθητος
- ③ law caveat, legal notice given by an interested party to an officer not to act until the party is heard in opposition:
- μου εκοινοποίησε ~ |
- κάνω ~ enter a caveat |
- ~ βουλεύματος delay granted on the basis of a caveat
[fr ανακοπή (in part fr kath) ← K, PatrG ἀνακοπή, der of ἀνακόπτω]
- ① curbing, arrest (syn ανάσχεση L, συγκράτηση):