Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακοίνωση η [anakínosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακοινώνω: ~ θλιβερή / χαρμόσυνη / γραπτή / προφορική / επίσημη / έκτακτη. Ο πρωθυπουργός θα κάνει αύριο βαρυσήμαντες ανακοινώσεις. Mετά τη λήξη των επίσημων συνομιλιών θα εκδοθεί κυβερνητική ~. Πόλεμος* ανακοινώσεων. 2. ενημέρωση ομάδας ειδικών, σχετική με τα αποτελέσματα μιας επιστημονικής έρευνας: Aυτός ο γιατρός έχει στο ενεργητικό του πολλές ανακοινώσεις σε συνέδρια. H ανακοίνωσή σας στο συνέδριο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δεκαπέντε λεπτά.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀνακοίνω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. communication]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακοίνωση [anacínosi] η, gen ανακοίνωσης & ανακοινώσεως (L)
- ① notice, announcement, communication (syn γνωστοποίηση, κοινοποίηση, αναγγελία):
- journal. ~ στον τύπο press release, handout |
- υπουργική ~ ministerial announcement |
- εκδίδω ~ make or publish a statement |
- ~ των εκλογικών αποτελεσμάτων |
- ~ σε περιοδικό notice in a journal |
- ~ της αστυνομίας police message |
- ~ του ληξιαρχείου
- ② paper read to a body of specialists, communication:
- έκαμε ~ he read a paper |
- έγινε ~ στην Aκαδημία για τη θεραπεία του καρκίνου |
- ~ σε διεθνές συνέδριο paper in an international congress
[fr MG ανακοίνωσις schol. Aristoph. ← PatrG (4th c. AD), der of K ἀνακοινῶ (-όω)]
- ① notice, announcement, communication (syn γνωστοποίηση, κοινοποίηση, αναγγελία):