Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακλαστικά [anaklastiká] adv
- in reflexes:
- η αντίληψη, προκαλούμενη από έναν εξωτερικό ερεθισμό .. εμφανίζεται πρώτα πρώτα ~ (Moustoxydis)
[der of ανακλαστικός; cf kath ανακλαστικώς (Koumanoudis)]
- in reflexes: