Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακλαδίζομαι [anaklaδízome] Ρ2.1β : (λαϊκότρ.) τεντώνομαι απλώνοντας χέρια και πόδια, συνήθ. για να ξεμουδιάσω.
[< ανακλαδίζ(ω) -ομαι κατά το τεντώνομαι < ανα- κλαδ(ί) -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακλαδίζομαι s. ανακλαδίζω.