Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακινώ [anakinó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κουνάω δυνατά από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα ένα δοχείο με υγρό περιεχόμενο, για να διαλυθούν οι στερεές ουσίες που περιέχει ή για να αναμειχθούν πάλι όταν έχουν κατακαθίσει: Nα ανακινήσεις καλά το μπουκάλι με το φάρμακο, πριν να το πιεις. 2. (μτφ.) επαναφέρω στην επικαιρότητα ένα ζήτημα, για να συζητηθεί και για να δοθεί ενδεχομένως κάποια λύση: Aνακίνησαν / ανακινήθηκε το θέμα των μισθολογικών αυξήσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀνακινῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακινώ· ανακουνώ.
-
- I. Eνεργ. (μτβ.) κινώ, μετακινώ (προκ. για κίνηση από κάτω προς τα επάνω):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1387]).
- II. Mέσ.
- 1) Kινούμαι (προκ. για έμψυχα, σε αντίθεση με τα άψυχα):
- έμψυχος ήτον, έλεγες ζει και ανακινείται (Λίβ. (Lamb.) N 372).
- 2) (Προκ. για διήγηση) μεταφέρομαι από ένα θέμα σε άλλο:
- τα πολλά παύω κι ανακινούμαι εις την του Πώγωνος φυγήν (Aξαγ., Kάρολ. E´ 597).
- 1) Kινούμαι (προκ. για έμψυχα, σε αντίθεση με τα άψυχα):
[αρχ. ανακινέω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ. (μτβ.) κινώ, μετακινώ (προκ. για κίνηση από κάτω προς τα επάνω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακινώ [anacinó] ipf ανακινούσα, aor ανακίνησα & ανεκίνησα, subj ανακινήσω, pass ανακινούμαι, ipf 3pl ανακινούνταν, aor ανακινήθηκα & 3sg ανεκινήθη, subj ανακινηθώ
- ① stir up, move (syn αναταράζω, αναδεύω):
- ανακίνησε το κεφάλι προς τα πίσω |
- ανακινούσε τα χείλια σα να μιλούσε μονάχη |
- οι πάπιες της λίμνης ανακινούνε τα φτερά τους |
- ανακινούσε δεκάρες στην ποδιά της |
- poem μια βαρκαρόλα ξέψυχη ανακινά τ' αγέρι (Karyotakis) |
- phr ~ τα λιμνάζοντα ύδατα (or νερά) stir the stagnant waters (also fig)
- ② bring up, raise (a subject, a problem, a question etc):
- ~ ένα πρόβλημα, ένα επίμαχο θέμα, ένα λεπτό ζήτημα |
- ο Π. μάς ανακίνησε .. αυτά τα ενδιαφέροντα (Chatzinis) |
- είναι ένα βιβλίο αυθεντικής κριτικής που ανακινεί γενικώτερες σκέψεις (id.)
- ③ mi, intro, ανακινούμαι move:
- ανακινούμαι στη θέση μου |
- τα φτερούγια της μύτης του ανακινούνταν σαν τα βράγχια του ψαριού (Karkavitsas) |
- οι σημαίες .. ανακινούνται χαιρετιστικά μέσα στο φως (Ouranis)
[fr MG ανακινώ ← K, LK ← AG ἀνακινῶ (-έω)]
- ① stir up, move (syn αναταράζω, αναδεύω):