Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακηρύσσω [anakiríso] -ομαι Ρ2.2 : ανακοινώνω επίσημα το όνομα νικητή, εκλεγμένου άρχοντα κτλ. ή την καθιέρωση θεσμού: Aνακηρύχτηκε νικητής στο αγώνισμα του δρόμου / Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο στρατός ανακήρυξε αυτοκράτορα το Mέγα Kωνσταντίνο. Mε δημοψήφισμα καταργήθηκε η βασιλεία και ανακηρύχτηκε η δημοκρατία. H Εκκλησία μας ανακήρυξε άγιο τον Kοσμά τον Aιτωλό.
[λόγ. < αρχ. ἀνακηρύσσω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακηρύσσω [anaciríso] ανακηρύττω (& ανακηρύχνω), ipf ανακήρυσσα & ανακήρυττα (ανακήρυχνα), aor ανακήρυξα & ανεκήρυξα, subj ανακηρύξω, pass ανακηρύσσομαι, ipf 3pl ανακηρύσσοντο, aor 3sg ανακηρύχθηκε & ανακηρύχτηκε (& L ανεκηρύχθη), subj ανακηρυχθώ & ανακ
- ① declare, proclaim, acclaim (near-syn αναγορεύω):
- ανακήρυξαν τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία του έθνους |
- ανακήρυξε αυτοκέφαλη τη ρωσική εκκλησία |
- ~ κ. ήρωα, "άξιο της πατρίδας" |
- ανακηρύχτηκε βασιλιάς, αντιβασιλέας, κυβερνήτης, πρώτος ύπατος |
- τον ανακήρυξαν αρχηγό |
- ~ κ. επίτιμο δημότη της πόλεως |
- ανακηρύσσομαι πρωταθλητής, νικητής |
- ανεκηρύχθη διδάκτορας, ομότιμος καθηγητής |
- η Φλωρεντία ανακήρυξε τον εαυτό της ανεξάρτητη κοινότητα (Kanellop) |
- (ο Πλάτων) είχε ανακηρύξει το Θεό δημιουργό των πάντων (id.) |
- τον ανακηρύξαμε διά βοής we acclaimed him
- ② nominate:
- είχαν ανακηρυχτεί τρεις υποψήφιοι για την προεδρία |
- τον ανακηρύττει υποψήφιο για το Nobel
- ③ eccl canonize, of saints:
- phr ~ κ. άγιο |
- ο λαός .. τίμησε τους νεομάρτυρες ως αγίους πολύ πριν η εκκλησία τους ανακηρύξει επίσημα (Vacalop)
[fr MG, LK (pap 3rd c.) ἀνακηρύσσω ← AG ἀνακηρύσσω & -ττω]
- ① declare, proclaim, acclaim (near-syn αναγορεύω):