Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακεφαλαιώνω [anakefaleóno] -ομαι Ρ1 : επαναλαμβάνω, στο τέλος προφορικού ή γραπτού λόγου, τα κύρια, τα ουσιώδη σημεία: Aς ανακεφαλαιώσουμε όσα είπαμε στο σημερινό μάθημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακεφαλαι(ῶ) -ώνω, αρχ. ἀνακεφαλαιοῦμαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακεφαλαιώνω [anacefaleóno] ipf ανακεφαλαίωνα, aor ανακεφαλαίωσα, subj ανακεφαλαιώσω (L)
- ① go over (or run through) again, sum up, summarize, recapitulate (syn συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω):
- ~ τις πληροφορίες, τις παρατηρήσεις μου, τις ζημιές, τον πίνακα που σχεδίασα |
- ανακεφαλαιώνουμε τα πορίσματα της έρευνάς μας |
- ανακεφαλαίωσε την οικονομική μας κατάσταση |
- ανακεφαλαίωσε .. τα μέσα που θα 'χε στη διάθεσή του το εκστρατευτικό σώμα (Roufos) |
- οι βουλευτές του ανακεφαλαιώνουν τα αιτήματα των νησιών τους (Ouranis) |
- (οι ηθοποιοί) μέσα σε μια βραδιά ανακεφαλαιώνουν όλους τους θριάμβους της σταδιοδρομίας τους (Athanasiadis-N) |
- ανακεφαλαιώνει συνθετικά ολόκληρο το λεγόμενο "μακεδονικό πρόβλημα" στην τέχνη (Kanellop)
- ② econ to compound interest (syn συγκεφαλαιώνω)
[fr K, PatrG ← AG *ἀνακεφαλαιῶ (-όω)]
- ① go over (or run through) again, sum up, summarize, recapitulate (syn συνοψίζω, συγκεφαλαιώνω):