Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακεφαλαιωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακεφαλαιωτικός -ή -ό [anakefaleotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανακεφαλαίωση, που παρουσιάζει τα κύρια σημεία προφορικού ή γραπτού λόγου: ~ πίνακας. ανακεφαλαιωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακεφαλαιωτικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακεφαλαιωτικός, -ή, -ό [anacefaleotikós] (L)
  • related with, or referring to, summary, recapitulatory, recapitulative (syn συγκεφαλαιωτικός, συνοπτικός, ant αναλυτικός):
    • ανακεφαλαιωτική έκθεση |
    • ~ λογαριασμός summary statement |
    • ανακεφαλαιωτική κριτική περισυλλογή του έργου του συγγραφέα

[fr K, AG ἀνακεφαλαιωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες