Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατωσούρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατωσούρα η [anakatosúra] Ο25α : (οικ.) 1. έλλειψη τάξης. α. ακαταστασία: ~ είναι αυτή στο δωμάτιό σου; β. αναστάτωση, φασαρία που προκαλεί η παρουσία πολλών ατόμων που κινούνται ασυντόνιστα σε ένα χώρο: Mέσα στην ~ δεν τον πρόσεξε κανένας / ξέχασα να πάρω την τσάντα μου. 2. (μτφ.) ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις, που καταλήγει σε καβγά: Mας έκανε μια ~, μ΄ αυτά που είπε! 3. τάση για εμετό· ανακάτεμαI2α.

[ανακατωσ- (ανακατώνω) -ούρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατωσούρα [anakatosúra] η,
  • ① mixing up (of objects, people, ideas etc), confusion, disorder (syn ανακάτεμα 2, ανακάτωμα 2, μπέρδεμα, ανάμιξη, ακαταστασία, αταξία):
    • στο δωμάτιο υπήρχε μεγάλη ~ |
    • ~ ιδεών και συναισθημάτων |
    • η ~ πάνω στο κατάστρωμα (θύμιζε) τσιγγάνικο πανηγύρι στην εξοχή (Oikonomidis) |
    • πού να βρεθεί το ελληνικό ιδανικό ανάμεσα σε τόση ~; (IDragoumis) |
    • phr τι ~! what a mess!
  • ② confusion, excitement, agitation, fluster (syn αναστάτωση, ανακάτωση 3, ανακατωσιά 2, ανακάτωμα 4):
    • γίνηκε ~ μεγάλη, άστραψαν σπάθες στον αέρα (Petsalis) |
    • φωνές, ~, ένα αλλόκοτο τρικύμισμα μπρος-πίσω (id.) |
    • άρχισε μια φριχτή οδομαχία και πολλοί σκοτώνανε, μέσα στη γενική ~, τους δικούς τους (ADoxas) |
    • η M., ζωντανή εφημερίδα και στοιχείο ανακατωσούρας (colloq storm center) (Karagatsis)

[der of ανακάτωση w. suff -ούρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες