Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατωμένος, -η, -ο [anakatoménos]
- ① = ανακατεμένος 1:
- σέρβιρε τη σούπα ανακατωμένη καλά |
- μπογιά ανακατωμένη
- ⓐ = ανακατεμένος 1b:
- λάσπη ανακατωμένη με χιόνια |
- οι θεοί σχημάτισαν (τα θνητά γένη) μέσα στη γη από χώμα και φωτιά ανακατωμένα (Theodorakop)
- ② = ανακατεμένος 2:
- έσπειρε ανακατωμένο σπόρο |
- ανακατωμένες φυλλωσιές των δέντρων |
- ανακατωμένο λεξιλόγιο, ανακατωμένη γλώσσα |
- κανόνες καλής συμπεριφοράς ανακατωμένοι με θρησκευτικές εντολές (Nilsson transl Kakridis) |
- περιέργεια ανακατωμένη με κάποια χαιρεκακία (Xenop)
- ⓑ = ανακατεμένος 2b:
- ~ καφές με κριθάρι |
- αλάτι ανακατωμένο με άμμο
- ⓒ = ανακατεμένος 2c:
- ανακατωμένα μαλλιά, ανακατωμένη κόμη |
- ανακατωμένα αίματα descendants of persons of two or more different races, mixed-bloods |
- phr ~ ο ερχόμενος (syn ανακατεμένος ο ερχόμενος)
- ③ not in the right sequence, mixed up:
- γράμματα (του αλφαβήτου) σκόρπια κι ανακατωμένα |
- ανακατωμένα κομμάτια ενός έργου σαν "αμοντάριστη κόπια εργασίας" (Dizikirikis) |
- αόριστες, ανακατωμένες, άτακτες εικόνες (Xenop) |
- το υλικό .. του δίνεται κομματιαστό και ανακατωμένο, ο Θουκυδίδης έχει να το κατατάξει (Kakridis)
- ④ = ανακατεμένος 4:
- είναι ~ στην υπόθεση, στη ληστεία |
- τ' όνομά του ήταν ανακατωμένο στην πυρκαγιά |
- βρέθηκε ~ σε .. ιστορίες επαναστατικών κινημάτων (Theotokas)
[ppp of ανακατώνω]
- ① = ανακατεμένος 1: