Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατεμένος, -η, -ο [anakateménos]
- ① stirred:
- το τσάι το ήθελε ανακατεμένο και ζεστό |
- άφησε τη σάλτσα ανακατεμένη και κατακάθισε
- ⓐ mixed, blended:
- νερό ανακατεμένο με λίγη ζάχαρη |
- μου έφεραν τσάι ανακατεμένο με γιασεμί (Kazantz) |
- δυνατή υγρασία .. ανακατεμένη με μυρουδιά έλατου και κέδρου (Karagatsis)
- ② mixed, mingled, commingled (of dissimilar objects, people, ideas etc):
- επιγραφές ανακατεμένες |
- Γενοβέζοι μεγαλέμποροι, ανακατεμένοι με γαλλίδες αρχόντισσες |
- οι Iνδοί Mουσουλμάνοι είναι ανακατεμένοι με τους Iνδουιστές (Evelpidis) |
- φωνές παιδιών ανακατεμένες με βαριές αντρίκιες (Venezis) |
- ένα ψόφιο ψαράκι .. ανακατεμένο με τους αφρούς (EiAdamidou-I) |
- τα συναισθήματά μου ήσαν τόσο ανακατεμένα που δεν εύρισκα άκρη (Katsouris)
- ⓑ mixed w. foreign matter, impure, adulterated (syn ανακατωτός, ανακατωμένος 2b, νοθευμένος, ant ανακάτευτος, ανόθευτος):
- βούτυρο ανακατεμένο |
- γάλα ανακατεμένο με νερό (syn νερωμένο)
- ⓒ ανακατεμένα μαλλιά tangled or tousled hair (syn μπερδεμένα)
- ③ fig confused:
- παντού θα δείτε θολούς ανακατεμένους ανθρώπους που και οι ίδιοι δεν ξέρουν αν αισθάνονται .., αν σκέπτονται (Melas) |
- phr ~ ο ερχόμενος there is complete disorder or utter confusion
- ④ involved (syn L αναμεμιγμένος):
- ~ σε συνωμοσία
[ppp of ανακατεύω]
- ① stirred: