Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακατασκευή η [anakataskeví] Ο29 : η ενέργεια του ανακατασκευάζω, επιδιόρθωση, τροποποίηση ή συμπλήρωση μιας κατασκευής: Εργοστάσιο ανακατασκευής μηχανημάτων / αυτοκινήτων / στρατιωτικών οχημάτων. Σε πολλά αρχαιολογικά μνημεία γίνονται ανακατασκευές τμημάτων που λείπουν.
[λόγ. ανα- κατασκευή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατασκευή [anakatasceví] η, gen ανακατασκευής, pl ανακατασκευές (L)
- reconstruction, rebuilding (near-syn L ανοικοδόμηση, D ξαναχτίσιμο):
- η ~ του καταφυγίου, του σχολείου, του ναού, του δρόμου
- ⓐ remaking, rebuilding (syn D ξαναφτιάξιμο):
- ~ των πλοίων |
- επιδιόρθωση .. του οδικού δικτύου και ~ όλων των γεφυρών που καταστράφηκαν (Angelop) |
- phr υπό ανακατασκευήν under construction
- ⓑ reworking, revision:
- η ~ ενός (λογοτεχνικού) έργου |
- αντί να ξανοίξουμε του παιδιού τη σκέψη, δίνουμε μια απλή ~ ετοιμοπαράδοτων ορισμών (Geros)
[fr kath (Koumanoudis), cpd of ανα- & MG κατασκευή ← K]
- reconstruction, rebuilding (near-syn L ανοικοδόμηση, D ξαναχτίσιμο):