Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακατασκευάζω [anakataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : κατασκευάζω πάλι κτ. που έχει καταστραφεί, με βάση την αρχική του μορφή, κάνοντας ενδεχομένως τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις.
[λόγ. ανα- κατασκευάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακατασκευάζω [anakatascevázo] subj ανακατασκευάσω, pass ανακατασκευάζομαι, aor ανακατασκευάσθηκα & ανακατασκευάστηκα, subj ανακατασκευασθώ & ανακατασκευαστώ, prp ανακατασκευαζόμενος, (L)
- remake, reconstruct, rebuild (near-syn L ανοικοδομώ, D ξαναχτίζω):
- το μνημείο, ο λιμένας, το γεφύρι, η λεωφόρος θα ανακατασκευασθεί |
- το καταφύγιο ανακατασκευάζεται και θα λειτουργήσει εφέτος (Varelas) |
- η ασπίδα κατέπεσε και ανακατασκευάστηκε από τον I. (Michelis)
- ⓐ fig reproduce, recompose (syn αναπαράγω, ανασυνθέτω):
- η προσωπικότητα ημπορεί .. να ανακατασκευάσει όλη την κίνηση της ιστορικής ζωής (Theodorakop)
[neol, cpd of ανα- & κατασκευάζω ← MG, K]
- remake, reconstruct, rebuild (near-syn L ανοικοδομώ, D ξαναχτίζω):