Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατακτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατακτώ [anakataktó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : κατακτώ ξανά κτ. που είχα χάσει: Προσπάθησαν να ανακατακτήσουν τις χαμένες αποικίες.

[λόγ. ανα- κατακτώ μτφρδ. γαλλ. reconquérir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες