Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακατάληψη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακατάληψη η [anakatálipsi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαταλαμβάνω: Ο στρατός θα επιχειρήσει την ~ των θέσεων που έπεσαν στα χέρια του εχθρού.

[λόγ. ανα- κατάληψις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. recapture]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακατάληψη [anakatálipsi] η, gen ανακαταλήψεως/ανακατάληψης, pl ανακαταλήψεις (L)
  • reoccupation, retaking (near-syn ανάκτηση):
    • η ~ της πόλης, της χώρας |
    • η ~ και ο εξελληνισμός της Πελοποννήσου |
    • γιόρταζαν την ~ της Σμύρνης (Athanasiadis-N) |
    • (η Σπάρτη) ύστερα από πολλές καταλήψεις και ανακαταλήψεις βρέθηκε οριστικά πια στα χέρια των εχθρών (Varelas)

[fr kath ανακατάληψις (Koumanoudis), cpd w. MG κατάληψις ← K, PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες