Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακαλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανακαλώ [anakaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. ανακλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανεκλήθη, ανεκλήθησαν, απαρέμφ. ανακληθεί : 1α.καλώ, δίνω εντο λή σε κπ. να επιστρέψει, να επανέλθει από εκεί όπου βρίσκεται: Ο πρεσβευτής μας στο Λονδίνο ανακλήθηκε / ανεκλήθη στην Aθήνα για διαβουλεύσεις. H κυβέρνηση αποφάσισε να ανακαλέσει τη στρατιωτική αποστολή μας από τις εμπόλεμες χώρες. || Aνακάλεσαν αποστράτους στην ενεργό υπηρεσία, τους επανέφεραν. ~ / επαναφέρω κπ. στην τάξη, του υποδεικνύω ότι πρέπει να σταματήσει να παρεκτρέπεται: Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανακάλεσε στην τάξη αυτούς που θορυβούσαν. β. (για αφηρ. ουσ.) επαναφέρω κτ., το ενεργοποιώ πάλι: Οι εντυπώσεις των αισθήσεων ανακαλούν στη συνείδησή μας ψυχικές εικόνες και παραστάσεις. ~ στη μνήμη μου γεγονότα του παρελθόντος. 2. δηλώνω ότι κτ. δεν ισχύει πια: Ο κατηγορούμενος ανακάλεσε προηγούμενη κατάθεσή του, αναίρεσε. Σου ζητώ να ανακαλέσεις, μια κατηγορία, μια προσβλητική έκφραση κτλ. Aνακλήθηκε η δωρεά / η παραγγελία, ακυρώθηκε. H κυβέρνηση αναγκάστηκε να ανακαλέσει το νομοσχέδιο ύστερα από τις πιέσεις που δέχτηκε, να το αποσύρει.

[λόγ. < αρχ. ἀνακαλῶ `επικαλούμαι, φωνάζω πίσω΄ σημδ. αγγλ. recall, revoke]

[Λεξικό Κριαρά]
ανακαλώ.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Προσκαλώ:
        • (Σπαν. Va 97
      • β) (προκ. για το Xριστό) καλώ κοντά μου:
        • επί σταυρού ανυψωθείς πάντας ανακαλέσει (Φυσιολ. (Legr.) 816).
    • 2) Kαλώ πίσω:
      • (Mάξιμ. Kαλλιουπ., Πρόλ. 366).
  • II. (Mέσ.) θρηνώ:
    • προς τον τάφον έδραμε, κλαίει και ανακαλιέται (Xούμνου, Kοσμογ. 1607).

[αρχ. ανακαλέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανακαλώ [anakaló] ανακαλείς, aor ανακάλεσα, subj ανακαλέσω, pass ανακαλούμαι, aor ανεκλήθην, mi ανακαλιέμαι, 2sg ανακαλιέσαι, prp ανακαλούμενος, ipf ανακαλιόμουν, aor ανακαλέσθηκα, (L) & region. act.
  • ① (L) call s.o. back, recall:
    • ~ έναν πρεσβευτή |
    • ανακάλεσαν τους εξορίστους |
    • το υπουργείο απορρίπτει την πρότασή του και τον ανακαλεί (Sachinis) |
    • ανακαλείσθε στην ενέργεια με το βαθμό του αντιπλοιάρχου (Karagatsis) |
    • με ανακάλεσαν με καταγγελία του Oυ. (Tsirkas) |
    • φρόντισε να παραιτηθεί προτού τον ανακαλέσουν (Theotokas) |
    • ~ κ. στην τάξη call s.o. to order
  • ② law etc countermand (syn ακυρώνω, αναιρώ,:
    • ~ την άδεια revoke the licence |
    • ~ τη μήνυση withdraw the lawsuit
  • ⓐ recant, retract, withdraw (syn αναιρώ, παίρνω πίσω [ό,τι είπα]):
    • ~ δήλωση, απόφαση, ομολογία |
    • δεν ανακάλεσε τη γνώμη του |
    • "ανακαλείτε κ. Γ.;" "Nαι, ~" (Xenop)
  • ③ recall, remind of (syn θυμίζω):
    • τίποτα που ν' ανακαλεί την Iσπανία του Φιλίππου |
    • όλα μαζί ανακαλούν οραματικά μία φανταστική αρχαία ελληνική πόλη (Karantonis) |
    • το τοπίο της είναι καμωμένο για ν' ανακαλεί τη μορφή του (Ouranis) |
    • όλη μαζί η πολιτεία ανακαλεί στη μνήμη τον Kαβάφη (Chatzinis)
  • ⓑ ~ or ~ στη μνήμη, recall, remember (syn θυμάμαι):
    • ανακάλεσε στη μνήμη του την παλιά του ιστορία |
    • όλα τα θυμόταν, όλα τ' ανακαλούσε (Xenop)
  • ④ mi ανακαλούμαι entreat, beseech (syn επικαλούμαι [το Θεό]):
    • ανακαλιέται το Θεό |
    • ο χορός ανακαλιέται το Δία |
    • πηγαίνει στις εκκλησίες κι ανακαλιέται (prays) |
    • poem ξεφωνώντας τους αθανάτους ανακαλιόνταν όλους (Homer Il 8.347 Kaz-Kakr) Also act. ~ |
    • την ανακαλούσα (την Παναγία) μ' όλα της τα ονόματα (Prevelakis)
  • ⓒ region. curse, damn (syn καταριέμαι):
    • γυρνά στους δρόμους και τον ανακαλιέται |
    • poem κι απάνω μου κατάρες σώριασε βαριές κι ανακαλιόταν (Homer Il 9.454 Kaz-Kakr) Also act. ~ |
    • τον εταπείνωσε με το να τον ανακαλέσει από τον άμβωνα (ZNTsirpanlis)
  • ⓓ region. lament (the dead) (near-syn μοιρολογώ):
    • η μάνα του έκλαιε κι ανακαλιόταν και ξερίζωνε τα μαλλιά της (TStefanidis)

[fr MG ανακαλώ ← PatrG, LK ← AG ἀνακαλῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες