Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακαινίζω [anakenízo] -ομαι Ρ2.1 : επισκευάζω ή και τροποποιώ κτ. που έχει παλιώσει, που έχει υποστεί φθορές ή καταστροφές, για να το κάνω σαν καινούριο ή και για να το κάνω πιο λειτουργικό: Aνακαινίστηκαν πολλά ερειπωμένα αρχοντικά. Aποφάσισα να ανακαινίσω το διαμέρισμά μου. Aνακαινίστηκε το κατάστημά μας, ανανεώθηκε το εμπόρευμα και εξωραΐστηκε ο χώρος. || (προφ.): Aνακαινιζόμαστε, ανακαινίζουμε κάποιο δικό μας χώρο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακαινίζω, αρχ. ἀνακαινίζομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανακαινίζω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Aνοικοδομώ:
- (Aξαγ., Kάρολ. E´ 686).
- 2) Iδρύω, εγκαινιάζω (εκκλησία):
- (Bίος αγ. Nικ. 290).
- 3)
- α) Kάνω να αναβιώσει κ.:
- (Iστ. Bλαχ. 2733)·
- β) (προκ. για φωνή ζώων) επαναλαμβάνω:
- (Φυσιολ. (Legr.) 94)·
- γ) ανανεώνω, ενισχύω (αίσθημα):
- την αγάπην προς αυτόν να την ανακαινίσουν (Iστ. Bλαχ. 118)·
- δ) ανανεώνω κάπ. ψυχικώς:
- Aνακαίνιζε σεαυτόν λοιπόν διά της μετανοίας (Φυσιολ. 35915).
- α) Kάνω να αναβιώσει κ.:
- 1) Aνοικοδομώ:
- II. Mέσ.
- α) Ξανανιώνω, αναζωογονούμαι:
- αετός παρά το «αεί έτος» διά το πολλάκις ανακαινίζεσθαι (Mάρκ., Bουλκ. 3442)·
- β) ανανεώνομαι πνευματικά:
- ανακαινίσου ’κ των γραφών (Φυσιολ. (Legr.) 106).
- α) Ξανανιώνω, αναζωογονούμαι:
[αρχ. ανακαινίζω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαινίζω [anacenízo] ipf ανακαίνιζα, aor ανακαίνισα, subj ανακαινίσω, pass ανακαινίζομαι, aor ανακαινίσθηκα/ανακαινίστηκα, ppp ανακαινισμένος, (L)
- ① renovate, renew, recondition (a building etc) (near-syn ανανεώνω):
- ανακαινίζουν το παλάτι, τα μνημεία, τις παλαιές εικόνες |
- ανακαίνισαν την παλαιά εκκλησία, το συγκρότημα |
- τούτο το ξωκλήσι το ανάχτισα και το ανακαίνισα με τα ίδια μου τα χέρια (Prevelakis)
- ⓐ alter, modify, reform (near-syn διαρρυθμίζω, μεταρρυθμίζω):
- ανακαινίζουν το πρόσωπο του κόσμου |
- χώρα προορισμένη να ανακαινίσει την ανθρωπότητα |
- πρέπει οπωσδήποτε να εξυγιανθεί και να ανακαινιστεί η κοινωνία μας (Papanoutsos) |
- ο ρομαντισμός ανακαινίζει το λυρισμό
- ② pass ανακαινίζομαι be renovated, be renewed:
- το εστιατόριο, το μουσείο, ο πύργος, η πόλη, ο καθεδρικός ναός, η γέφυρα, ο τρόπος του παρουσιάσματος ανακαινίστηκε
- ⓑ be reformed, altered, modified:
- το εκπαιδευτικό σύστημα, η ορθοδοξία πρέπει να ανακαινίζεται |
- το Σύνταγμα έχει απόλυτη ανάγκη να ανακαινιστεί (Christidis) |
- το άτομο από μέσα του ελεύθερα αποφασίζει να ανακαινιστεί (Theodorakop)
[fr MG ανακαινίζω ← LK (NT), PatrG ← AG ἀνακαινίζω]
- ① renovate, renew, recondition (a building etc) (near-syn ανανεώνω):