Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακαίνιση η [anakénisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαινίζω, γενική επισκευή μιας κατασκευής ή ενός αντικειμένου: Άρχισαν οι εργασίες για την ~ του κτιρίου. Tο κατάστημα είναι κλειστό λόγω ανακαινίσεως. Tα έπιπλα πάλιωσαν, χρειάζονται ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀνακαίνι(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακαίνιση [anacénisi] η, pl ανακαινίσεις (L)
- ① renovation, renewing, revamping, reconditioning (near-syn [D] φρεσκάρισμα):
- η ~ της εκκλησίας, των ναών, της μονής, της Aκροπόλεως |
- οι ανακαινίσεις στα παλιά μαγαζιά |
- αταίριαστη ~ |
- η ~ έγινε επί τόπου |
- οι διάφορες ανακαινίσεις .. σωρέψανε το πιο σκαιό ανακάτωμα (KPolitis)
- ⓐ law reconditioning:
- η ~ του πράγματος |
- η ~ αναφέρεται στη συνηθισμένη συντήρηση του πράγματος (Christidis)
- ② reform (near-syn ανανέωση, μεταρρύθμιση):
- η ριζική ~ του μαθηματικού στοχασμού |
- η ~ της παιδείας, του εκπαιδευτικού (φιλοσοφικού) συστήματος, της μορφής του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, της θρησκείας |
- όλες οι ανακαινίσεις, οι ανανεώσεις, οι αλλαγές, τα άλματα, οφείλονται στην τόλμη (Chatzinis)
- ③ fig general renewal, revival, re-creation (syn αναγέννηση, αναδημιουργία):
- η ~ της νιότης |
- εθνική ~, κοσμοπολιτική ~, ηθική ~, πνευματική ~ |
- η ~ του κόσμου, της κτίσεως
[fr MG ανακαίνισις ← LK, PatrG, der fr ανακαινίζω]
- ① renovation, renewing, revamping, reconditioning (near-syn [D] φρεσκάρισμα):