Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακίνηση η [anakínisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακινώ, κυρίως στη σημ. 2, επαναφορά στην επικαιρότητα (για συζήτηση, για εξέταση) ενός παλαιού θέματος, ενός προβλήματος που είχε μείνει εκκρεμές ή είχε ρυθμιστεί με τρόπο που δεν ικανοποιούσε όλες τις πλευρές: H ~ εδαφικών διαφορών μεταξύ γειτονικών λαών μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο.
[λόγ. < αρχ. ἀνακίνη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακίνηση [anacínisi] η, gen ανακινήσεως (L)
- ① moving, stirring (syn ανασάλεμα, ανάδεμα2 1):
- η ~ του μίγματος είναι αυτόματη |
- η ~ του νερού δημιουργεί κυματισμούς
- ② fig bringing up, raising (for discussion) (near-syn μνεία):
- η ~ ενός θέματος, ζητήματος bringing up of a matter |
- η ~ ουσιαστικών προβλημάτων (συμβάλλει) .. στην επιτυχία ενός μυθιστορήματος (Sachinis) |
- η ~ του εξωτερικού δημοσίου χρέους είναι πρωτοβουλία της Kυβερνήσεως (Angelop)
[fr K ἀνακίνησις, der of AG ἀνακινῶ (-έω)]
- ① moving, stirring (syn ανασάλεμα, ανάδεμα2 1):