Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανακάτεμα το [anakátema] & ανακάτωμα το [anakátoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακατεύω. I1α. η τοποθέτηση ανόμοιων ή όμοιων ουσιών μαζί και η δημιουργία μιας ομοιογενούς μάζας: H σκόνη της βαφής χρειάζεται ~ στο νερό για να λιώσει. Tο ~ της ζάχαρης με τον καφέ. β. η αλλαγή της σειράς ή της θέσης που έχει κτ. και η ακαταστασία που συνήθ. δημιουργείται: H τράπουλα θέλει καλό ανακάτωμα. Mε τέτοιο ~ που έχουν τα χαρτιά μου / οι σημειώσεις μου δεν μπορώ να δουλέψω. 2α. τάση για εμετό, αναγούλα: Tο γάλα μού έφερε ανακάτωμα. Έχω ένα ~ στο στομάχι. β. (μτφ.) συναίσθημα αηδίας και απέχθειας που μας προκαλεί κτ. που είναι ηθικά ή αισθητικά κακό: Mε πιάνει ~ όταν τον βλέπω / τον ακούω. II. (μτφ., οικ.) 1. σύγχυση, αδυναμία να διακρίνει κάποιος διαφορετικές έννοιες ή καταστάσεις· μπέρδεμα: Έχει γίνει στο μυαλό μου τέτοιο ~ στις χρονολογίες, στα ονόματα, στα τοπωνύμια που δεν ξέρω πια τίποτα. 2α. ανάμειξη, συμμετοχή ή επέμβαση σε κτ.: Tι τα θέλεις τ΄ ανακατέματα σε ξένες υποθέσεις; β. αναστάτωση, διατάραξη μιας ομαλής κατάστασης: Mας έφερε μεγάλο ~ αυτή η γυναίκα / αυτό το γεγονός. || (πληθ.) διαβολές, κουτσομπολιά: Άφησε τ΄ ανακατώματα και κοίτα τη δουλειά σου. Όλο ανακατώματα είναι αυτή.
[ανακατεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] · μσν. ανακάτωμα < ανακατώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανακάτεμα [anakátema] το,
- ① the act of stirring, mixing, blending (syn ανακίνηση, αναγύρισμα, ανάδεμα):
- η σαλάτα, το φαγητό θέλει ~ |
- η ζάχαρη δε λιώνει χωρίς ~
- ② mixing up (of dissimilar objects, people, ideas etc), confusion, disorder (syn μπέρδεμα, L ανάμιξη, L συμφυρμός):
- ~ ατόμων κι ομάδων, κοινωνικών τάξεων, θεατών και ηθοποιών |
- ~ των δύο φύλων |
- ~ αιμάτων |
- ~ αισθημάτων, ρυθμών |
- ~ από χιλιάδες ηλεκτρικά λαμπιόνια και σύγνεφα σκόνης (Karagatsis) |
- ~ από φωνές, γέλια, μουσικές και τραγούδια |
- μελαγχολικό ~ από καινούργια σπίτια .. και από παλιά κτίρια (Ouranis) |
- γραφικό ~ παλιών αστών με ψηλά καπέλα |
- διακόσιες τόσες φωνές μια φωνή, ένα ~, όπου δεν ξεχώριζες λέξεις (Petsalis) |
- γίνηκε κάποιο ~, ο καθένας γύρευε πού βρίσκεται η κάρτα με τ' όνομά του (Tsirkas)
- ③ nausea, sea-sickness (syn ανακάτωση 1, ανακατωσιά 1, αναγούλα, ναυτία):
- πάντα στο πλοίο τον έπιανε ~
- ④ participation or association with, involvement (syn ανάμιξη):
- με άλλαξε όμως η ζωή, τ' ανακάτεμά μου με τους στρατιώτες (Tsirkas) |
- ~ των ποιητών στις κομματικές φαγωμάρες (Melas)
- ⓐ fig, pl only schemes, plots, intrigues (syn ραδιουργίες, σκάνδαλα):
- βάζω ανακατέματα
[der of ανακατεύω]
- ① the act of stirring, mixing, blending (syn ανακίνηση, αναγύρισμα, ανάδεμα):