Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναιτιολόγητος -η -ο [anetiolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ή που δεν έχει αιτιολογηθεί ή δικαιολογηθεί. ANT αιτιολογημένος: Οι δικαστικές αποφάσεις δεν πρέπει να είναι αναιτιολόγητες. Οι δαπάνες δεν εγκρίθηκαν, γιατί ήταν αναιτιολόγητες. H απουσία του είναι αναιτιολόγητη, αδικαιολόγητη.
αναιτιολόγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀναιτιολόγητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιτιολόγητος, -η, -ο [anetiolóyitos] (L)
- ① unjustified, unmotived (syn αδικαιολόγητος, ant αιτιολογημένος):
- αναιτιολόγητες ποινές, αναιτιολόγητη απόφαση |
- αναιτιολόγητη κήρυξη πολέμου |
- αναιτιολόγητες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων |
- αναιτιολόγητη ακύρωση παραγγελίας
- ② unjustifiable (syn ανεξήγητος, ακατανόητος, ant εύλογος):
- αναιτιολόγητη συμπεριφορά, εξαφάνιση, αποχώρηση |
- αναιτιολόγητα γεγονότα, ~ ανταγωνισμός
[fr kath (adv -ως) ← LK (1st-2nd c. AD)]
- ① unjustified, unmotived (syn αδικαιολόγητος, ant αιτιολογημένος):