Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναισχυντία η [anesxindía] Ο25 : (λόγ.) απουσία του συναισθήματος της ντροπής· αδιαντροπιά.
[λόγ. < αρχ. ἀναισχυντία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναισχυντία η· αναισχυντιά· ανασχυντία.
-
- 1) Aδιαντροπιά:
- (Διγ. Gr. 593).
- 2) Παρεκτροπή που φέρνει ντροπή:
- μηδέ ύβριν, μηδέ αναισχυντιάν πράξεις ποτέ εις εμένα (Φλώρ. 1398).
- 3)
- α) Eπίπληξη:
- (Eρμον. Ω 300)·
- β) προσβλητικά λόγια:
- Tους λόγους, τες αναισχυντιές, … όλα της τα ανάφερε (Tριβ., Pε 323)·
- γ) προσβολή:
- (Περί ξεν. 108).
- α) Eπίπληξη:
[αρχ. ουσ. αναισχυντία. H λ. και σήμ.]
- 1) Aδιαντροπιά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναισχυντία [anes indía] η, (L)
- ① shamelessness, impudence (syn αδιαντροπιά, ξετσιπωσιά):
- η ~ της αναίδειας |
- προσκύνησε το ταπεινό συμφέρον με πρωτοφανή ~ (Papanoutsos) |
- κύριες αρχές ("ο κώδικας των δυνατών") έχει τη βία, την εξαπάτηση, την εκμετάλλευση και την ~ (Terzakis) |
- με δίκαιες κυρώσεις να αφοπλίσουν την ~ (Papanoutsos)
- ② effrontery, impertinence (syn αναίδεια, θρασύτης):
- η ~ των νέων |
- ~, υποκρισία, πλεονεξία, ματαιοδοξία, τίποτα να μη θεωρείται ιερό και απαραβίαστο (Papanoutsos)
- ③ impudent, impertinent act:
- ανθρώπινες αναισχυντίες |
- δεν του συγχώρησε εκείνη την ~ του
[fr MG ← K, AG ἀναισχυντία]
- ① shamelessness, impudence (syn αδιαντροπιά, ξετσιπωσιά):