Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναισθητοποιώ [anesθitopió] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ αναισθησία1β, απώλεια των αισθήσεων ή του πόνου: Tον αναισθητοποίησαν για να τον ληστέψουν. Tο πόδι αναισθητοποιήθηκε πριν από την επέμβαση.
[λόγ. αναίσθητ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. anaesthetize < anaesthetic < αρχ. ἀναίσθητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναισθητοποιώ [anesθitopió] αναισθητοποιείς, ipf αναισθητοποιούσα, aor αναισθητοποίησα, pass αναισθητοποιούμαι, aor αναισθητοποιήθηκα, ppp αναισθητοποιημένος, (L)
- to subject s.o. to anesthesia, esp by means of an anesthetic, anesthetize (near-syn ναρκώνω):
- ο γιατρός αποφάσισε να μην αναισθητοποιήσει τον ασθενή
- ⓐ knock out:
- τον αναισθητοποίησε μ' ένα δυνατό κτύπημα
- ⓑ fig make insensitive, desensitize (ant ευαισθητοποιώ):
- έχουμε αναισθητοποιηθεί στη βιαιότητα |
- αναισθητοποίησε τον εαυτό του θρησκευτικά (Papanoutsos) |
- η συνήθεια είχε αναισθητοποιήσει την όρασή του (id.)
[cpd of αναίσθητος & -ποιώ]
- to subject s.o. to anesthesia, esp by means of an anesthetic, anesthetize (near-syn ναρκώνω):