Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναισθητικό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αναισθητικό [anesθitikó] το, med
  • anesthetic:
    • η εγχείρηση έγινε χωρίς ~ |
    • βγάζω δόντι με ~ |
    • δε μεταχειρίσθηκαν κανένα ~

[substantiv. n. of αναισθητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναισθητικός -ή -ό [anesθitikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αναισθησία, που προκαλεί αναισθησία: Aναισθητικά φάρμακα, αναισθησιογόνα. || (ως ουσ.) το αναισθητικό, φαρμακευτική ουσία που χρησιμοποιείται για την πρόκληση αναισθησίας: H χειρουργική επέμβαση έγινε χωρίς αναισθητικό. Tοπικό αναισθητικό, για πρόκληση τοπικής αναισθησίας.

[λόγ. < αγγλ. anaesthetic < αρχ. ἀναίσθητ(ος) -ic = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναισθητικός1, -ή, -ό [anesθitikós] (& αναισθησιακός)
  • ① med capable of producing anesthesia, anesthetic (syn ναρκωτικός, ant τονωτικός):
    • αναισθητικά φάρμακα
  • ⓐ involving, or connected with, anesthesia:
    • ~ ύπνος

[der of αναίσθητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναισθητικός2, -ή, -ό [anesθitikós] (L)
  • ① not relating to, or dealing with, aesthetics, non-aesthetic:
    • οι αρχές αυτές είναι καθαρά αναισθητικές |
    • οι αναισθητικές συμβάσεις στην αντίληψη του χώρου |
    • ανταπόκριση αναισθητική, άσχετη με την αισθητική (Karouzos) |
    • αναισθητική ή εξωαισθητική επιδίωξη (Papanoutsos)
  • ② not involving feeling or sensation (ant αισθητικός):
    • αναισθητική και αισθητική συγκίνηση |
    • αισθητικές και αναισθητικές εκδηλώσεις του ανθρώπου |
    • αναισθητικοί παράγοντες |
    • εδώ τα αναισθητικά στοιχεία συμπνίγουν το αισθητικό (Papanoutsos) |
    • η φύση του Tολέδου είναι αναισθητική, ο Γκρέκο τη μεταμόρφωσε σ' ένα αισθητικό περιστατικό (Papantoniou)
  • ③ inaesthetic, not artistic (syn άτεχνος):
    • αναισθητικό αποτέλεσμα |
    • αναισθητικές αντιγραφές του πραγματικού

[fr kath αναισθητικός, cpd w. MG αισθητικός ← PatrG, K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες