Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναισθησία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναισθησία η [anesθisía] Ο25 : 1.(ιατρ.) α. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική απουσία της αισθητικότητας. β. απώλεια της αίσθησης του πόνου, που προκαλείται τεχνητά, για να γίνει μια χειρουργική επεμβάση: Γενική ~, νάρκωση. Tοπική ~, που γίνεται σε ορισμένο σημείο του σώματος. Στελεχιαία ~. 2. (μτφ.) η ιδιότητα του αναίσθητου, του ψυχρού, αδιάφορου και ασυγκίνητου ανθρώπου. ANT ευαισθησία3: Είναι ~ να τον βλέπεις να υποφέρει και να μην τον βοηθάς, ψυχική σκληρότητα. Aυτός έχει μεγάλη ~, δε θίγεται από προσβολές και από ειρωνείες.

[λόγ. < αρχ. ἀναισθησία]

[Λεξικό Κριαρά]
αναισθησία η· αναιστησία.
  • 1) Aπουσία των αισθήσεων, λιποθυμία:
    • (Bέλθ. 849).
  • 2) H μη αίσθηση της πραγματικότητας:
    • (Έκθ. χρον. 7411).
  • 3) Aδιαφορία:
    • από αναισθησίας μου τήν είχα προς εσέναν (Λίβ. (Lamb.) N 321).

[αρχ. ουσ. αναισθησία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναισθησία [anesθisía] η, (L)
  • ① lack or loss of consciousness, unconsciousness:
    • σε κατάσταση αναισθησίας in a state of unconsciousness |
    • έπεσα σε ~ |
    • ο άρρωστος είναι σε ~ |
    • τη φρίκη της λόγχης δεν τη νιώθουμε εκείνη τη στιγμή της τέλειας αναισθησίας (ADoxas) |
    • ένας ηθοποιός καταφθάνει μεθυσμένος μέχρις αναισθησίας (SMelas)
  • ② med insensibility, insensitivity:
    • ~ του δέρματος insensitivity of the skin
  • ⓐ stupor:
    • αλκοολική ~ alcoholic (drunken) stupor
  • ⓑ loss of sensation and usually of consciousness artificially produced without loss of vital functions, anesthesia (syn νάρκωση):
    • τοπική, γενική ~ local, general anesthesia |
    • ~ του οπτικού νεύρου
  • ③ callousness, insensitivity, heartlessness (syn ασπλαχνία, πώρωση, ant ευαισθησία):
    • ~ στη λύπη των άλλων |
    • έπρεπε να υποφέρω και ν' αποθάνω ακόμη, για την ~ και την αχαριστία μου (Kondylakis)
  • ④ fig indifference, unconcern, apathy (syn αδιαφορία, απάθεια):
    • η ~ του μετέτρεψε τον οίκτο σε οργή |
    • μια τέτοια ώρα τραγική, τόση ξενοιασιά, τόση αμυαλιά, τόση ~ (Theotokas)

[fr kath ← K (pap), AG ἀναισθησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες