Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναιρετικός -ή -ό [aneretikós] Ε1 : (νομ.) που έχει σχέση με την αναίρεση2.
[λόγ. αναίρε(σις)2 -τικός (διαφ. το αρχ. ἀναιρετικός `καταστροφικός΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιρετικός, -ή, -ό [aneretikós] (L)
- ① revocatory, refuting:
- η ατολμία και η απερισκεψία δεν αποτελούν .. αναιρετικά των ευθυνών στοιχεία (Papanoutsos) |
- με το άλλοθι του άρρητου, του απόλυτου και του μυστικού πολλές σύγχρονες μορφές της τέχνης γλιστρούν επικίνδυνα σ' άλλες περιοχές φανερά αναιρετικές (Dizikirikis)
- ② relating or leading to retraction:
- αναιρετικά επιχειρήματα, απόφαση αναιρετική, σημείο αναιρετικό |
- δημοσιεύονται αλλεπάλληλες πραγματείες αναιρετικές των θεωριών του Γερμανού σοφού (Dimaras)
- ⓐ biol ~ παράγων inhibitor
[fr K, AG ἀναιρετικός]
- ① revocatory, refuting: