Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναιρέσιμος -η -ο [anerésimos] Ε5 : (νομ.) για κτ. που μπορεί να αναιρεθεί, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα αναίρεσης.
[λόγ. αναίρεσ(ις)2 -ιμος (διαφ. το ελνστ. ἀναιρέσιμος `σχετικός με δολοφονία΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιρέσιμος, -η, -ο [anerésimos] (L)
- ① retractable (ant αμετάκλητος):
- αναιρέσιμη δήλωση, παρατήρηση
- ② refutable, revocable:
- ο ισχυρισμός του συγγραφέα είναι ~
- ③ law revocable, repealable (ant αμετάκλητος):
- η απόφαση του δικαστηρίου είναι αναιρέσιμη
[der of αναίρεση]
- ① retractable (ant αμετάκλητος):