Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναιμικός -ή -ό [anemikós] Ε1 : 1α.που πάσχει από αναιμία. || (ως ουσ.) ο αναιμικός, θηλ. αναιμική. β. που έχει σχέση με την αναιμία ή με τον αναιμικό: Έχει αναιμική όψη. 2. (μτφ., οικ.) καχεκτικός, αδύνατος: Ένα αναιμικό δεντράκι.
[λόγ. < γαλλ. anémique < aném(ie) = αναιμ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιμικός, -ή, -ό [anemikós] (L)
- ① med suffering from anemia, anemic:
- ~ νεός, ~ λαός, ~ μικροαστός |
- αναιμική γυναίκα, αναιμικό άτομο, αναιμικά παιδιά, αγόρια |
- αναιμική κατάσταση, αναιμική κράση, αναιμική ευπάθεια |
- θεωρείται ~ ο άνδρας, όταν η αιμοσφαιρίνη του πέσει κάτω από τα 85% |
- αναιμικό πρόσωπο face without healthy color |
- αναιμικά χείλια bloodless lips
- ② not strong enough, weak, anemic (syn αδύνατος):
- ~ τόπος, ~ ήλιος, αναιμικό φως |
- αναιμικά δέντρα, αναιμικά πεύκα, αναιμικά λουλούδια |
- αναιμική οικονομία, αναιμική μνήμη, αναιμική ελευθερία, αναιμικό ύφος, αναιμική παράσταση |
- αναιμικά χρώματα
- ⓐ fig unsubstantial (ant ουσιαστικός):
- αναιμικοί λογαριασμοί, αναιμική ομιλία, αναιμική σύνταξη, αναιμικό στοιχείο, αναιμικά σημεία, αναιμικά πρωτόλεια, ~ καθαρευουσιάνος |
- γλώσσα ψυχρή, άτονη, αναιμική και δύσκολη |
- τα έργα του πνεύματος δεν είναι αναιμικά (Theodorakop) |
- αναιμικοί ευαίσθητοι διανοούμενοι (Kazantz)
[neol (Koumanoudis), der of άναιμος 'bloodless' w. suff -ικός]
- ① med suffering from anemia, anemic: