Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναιμία η [anemía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια του αίματος σε ερυθρά αιμοσφαίρια ή σε αιμοσφαιρίνη και που συχνά εκδηλώνεται με ωχρότητα του προσώπου: Mεσογειακή / δρεπανοκυτταρική / αιμολυτική / κακοήθης ~.
[λόγ. < αρχ. ἀναιμία `έλλειψη αίματος΄ σημδ. γαλλ. anémie < αρχ. ἀναιμία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιμία [anemía] η, (L)
- ① med anaemia, anemia:
- έντονη ~ |
- έχει ~, πάσχει από ~ |
- έπαθε υπερκόπωση και ~ |
- είχε προσβληθεί από ελονοσία και ~ |
- μεσογειακή ~ Mediterranean anemia, thalassemia (syn θαλασσαιμία) |
- cosmetol~ των μαλλιών ischemia of the scalp
- ② fig lack of financial resources:
- η οικονομική ~ της πολιτείας και των πολιτών |
- η πρώτη εκείνη σχολή πέθανε ενωρίς από ~ (Athanasiadis-N)
- ③ deficiency, great weakness (of literary and theatrical works):
- ο λυρισμός του έργου "Λόρδος Bύρων" έλειψε τελείως· το μεγαλύτερο ελάττωμά του είναι ακριβώς αυτό, η ποιητική του ~ (id.) |
- το έργο "Iβάν ο Tρομερός" παρά την αρχική ~ του και τη φθορά του καιρού μένει πάντοτε ένα έργο αξίας (id.) |
- η ~του λυρικού του παλμού (Thrylos)
[fr AG ἀναιμία (Aristotle), der of K ἄναιμος ← AG]
- ① med anaemia, anemia: