Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναιδής -ής -ές [aneδís] Ε10 : που δεν έχει το συναίσθημα της ντροπής, της σεμνότητας και του σεβασμού σε πρόσωπα, σε καταστάσεις ή σε ιδέες, που είναι αδιάντροπος και θρασύς: Ένας ~ νεαρός διέκοψε τον ομιλητή και έκανε προσβλητικές παρατηρήσεις. Nτροπή, αναιδέστατε! || για εκδήλωση που χαρακτηρίζει αναιδή άνθρωπο: Mου απάντησε με πολύ αναιδή τρόπο. H συμπεριφορά του ήταν αναιδέστατη.
(λόγ.) αναιδώς ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρεται ~. Aρνήθηκε αναιδέστατα να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν ηλικιωμένο. [λόγ. < αρχ. ἀναιδής, ἀναιδῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναιδής, -ής, -ές [ane∂ís] (L)
- impudent, impertinent, shameless, brazen, brassy, brash, insolent, rude (syn αδιάντροπος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος, θρασύς):
- μ' έβρισε αναιδέστατο (Xenop) |
- ~ νέος |
- αναιδείς οι ανίδεοι (Ritsos) |
- οι νέοι είναι τεμπέληδες και αναιδέστατοι (Kazantz) |
- αναιδείς μαθητές |
- καθώς ~ θεατρίνος |
- ~ απάντηση insolent retort (backtalk) |
- αναιδές έγγραφο |
- ~ παρατήρηση impertinent remark |
- αναιδέστατο ψεύδος brazen lie |
- αναιδέστατη ψευδολογία barefaced lying (mendacity) |
- κινήσεις αναιδείς |
- οι αναιδείς ελιγμοί του (κυριολεκτικότερα |
- οι τούμπες του) (Papanoutsos)
[fr K ἀναιδής ← AG]
- impudent, impertinent, shameless, brazen, brassy, brash, insolent, rude (syn αδιάντροπος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος, θρασύς):