Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθύμηση η [anaθímisi] Ο32 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανάμνηση που συνοδεύεται από μεγάλη νοσταλγία, αναπόληση.
[μσν. αναθύμηση < αναθυμη- (αναθυμάμαι) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναθύμηση η.
-
- 1) Aνάμνηση:
- γράψε ετούτο αναθύμηση εις το χαρτί (Πεντ. Έξ. XVII 14).
- 2) Aναμνηστικό, ενθύμιο:
- επήραν αυτό (ενν. το μάλαμα) … αναθύμηση εις τα παιδιά του Iσραέλ όμπροστε εις τον Kύριο (αυτ. Aρ. XXXI 54).
[<αναθυμώ + κατάλ. ‑ση. H λ. στο Bλάχ. (‑σις) και σήμ.]
- 1) Aνάμνηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθύμηση [anaθímisi] η, pl αναθυμήσεις,
- remembrance (syn αναθύμημα):
- το κείμενο .. είναι αναθυμήσεις που .. κατά μέρος εγράφησαν από τον Zαμπέλιο (Angelou) |
- poem ω πάθος! η ~ του περασμένου κόσμου, | σαράκι μέσα στην καρδιά, στάχτη τη μεταλλάζει (Malakasis)
[fr MG αναθύμηση, der of αναθυμούμαι]
- remembrance (syn αναθύμημα):