Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθυμίαση η [anaθimíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : διαφυγή και διάχυση δηλητηριώδους κυρίως αερίου: Έπαθαν ασφυξία από τις αναθυμιάσεις της σόμπας / των αποχετευτικών αγωγών. || (επέκτ.) ανυπόφορη μυρωδιά: Οι αναθυμιάσεις των βόθρων. || (μτφ.): Οι αναθυμιάσεις των σκανδάλων, οι δυσάρεστες εντυπώσεις και επιπτώσεις των σκανδάλων.
[λόγ. < αρχ. ἀναθυμία(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθυμίαση [anaθimíasi] η, usu pl αναθυμιάσεις
- ① emission of vapors, fumes, gases (syn εξάτμιση, έκλυση, απόπνοια):
- η αναπνοή του, ζεστή σαν ~ πυρωμένου καμινιού (MNikolaidis) |
- poem κ' η ~ τώρα από το βούρκο | υψώνεται γεμάτη δηλητήρια (Skipis)
- ⓐ usu pl αναθυμιάσεις /anaθimjásis/ exhalations, vapors, gases, fumes:
- αναθυμιάσεις του εδάφους exhalations from the ground |
- αναθυμιάσεις των καυσαερίων, αναθυμιάσεις σόμπας πετρελαίου, αναθυμιάσεις του τέλματος |
- βαριές αναθυμιάσεις |
- δύσοσμες αναθυμιάσεις, θανατερές αναθυμιάσεις |
- χλιαρές αναθυμιάσεις κρασιού |
- δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις από υγρό καθαρισμού |
- οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις θα εμόλυναν το πόσιμο νερό (Stratou) |
- αναθυμιάσεις υπονόμων sewer gases |
- αναθυμιάσεις αμμωνίας ammonia fumes, αναθυμιάσεις θειαφιού fumes of sulphur |
- μια ξινή και δυνατή μυρωδιά .. σαν αναθυμιάσεις σκουπιδάμαξας, αποχωρητηρίου και τσαγγού λαδιού (Theotokas) |
- οι αναθυμιάσεις καταστρέφουν τον αέρα και τον καθιστούν βλαβερό για την υγεία (Louros) |
- μια πόλη φυλακισμένη μέσα σε καταθλιπτικά κι αποπνικτικά νερά κι αναθυμιάσεις (Thrylos) |
- κινδυνεύουν να πάθουν ασφυξία μέσα στις πολλές αναθυμιάσεις (Panagiotop) |
- διάθεση ολότελα νοσηρή, όπως οι χαυνωτικές αναθυμιάσεις αναδίνουν, σα βραδιάζει, οι βάλτοι (Terzakis)
- ⓑ fig influence, impact:
- βρίσκει πικρή ηδονή στις αργές και θανάσιμες αναθυμιάσεις της θλίψης (Ouranis)
- ② pleasant exhalation, fragrance:
- μια γλυκιά ~ δροσιάς έλουσε το κορμί του και τον μέθυσε (Nirvanas) |
- poem απύθμενη, δηλητηριώδης νύχτα, |..|, με αναθυμιάσεις λουλουδιών και χόρτων (KStergiop)
[fr PatrG, K ἀναθυμίασις 'rising smoke' (cf Hesych. ἀτμίς· ἀναθυμίασις, σπινθήρ, ἀνάδοσις) ← AG (Aristotle) 'rising in vapor, exhalation', der of ἀναθυμιῶ (-άω)]
- ① emission of vapors, fumes, gases (syn εξάτμιση, έκλυση, απόπνοια):