Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθεώρηση η [anaθeórisi] Ο33 : η ενέργεια του αναθεωρώ, η επανεξέταση με σκοπό τον έλεγχο και την τροποποίηση: H βουλή θα κάνει ~ του συντάγματος. Θα γίνει ~ της υφιστάμενης νομοθεσίας. ~ των εκλογικών καταλόγων, για να εγγραφούν νέοι ή για να διαγραφούν άλλοι εκλογείς. Οι μαθητές που απορρίφτηκαν ζήτησαν ~ των γραπτών τους, για αναβαθμολόγηση. Έχω κάνει μεγάλη ~ στις απόψεις μου, τις έχω αλλάξει. || (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλονται αποφάσεις στρατοδικείων, ναυτοδικείων ή αεροδικείων με το αιτιολογικό της κακής εφαρμογής των νόμων.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθεώρη(σις) `επισταμένη εξέταση΄ -ση σημδ. γαλλ. révision]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεώρηση [anaθeórisi] η, gen αναθεωρήσεως, pl αναθεωρήσεις (L)
- reexamination, reconsideration, revision, review (syn επανεξέταση):
- ~ των εκλογικών καταλόγων |
- ~ συμβάσεως, συμφωνίας, λογαριασμού |
- ~ του συντάγματος |
- ~ του κειμένου (βιβλίου) |
- αναθεωρήσεις αξιών |
- βαθιές αναθεωρήσεις στην αρχιτεκτονική του έργου |
- γενική, κριτική, ριζική ~ |
- ~ των γεγονότων, των μεθόδων, των νόμων, των απόψεων |
- ~ των εννοιών, της έννοιας της δημοκρατίας |
- ~ των γραπτών |
- ~ των ζητημάτων |
- ~ των βασικών δεδομένων, ~ των βασικών ιδεών, ~ των βασικών κριτηρίων |
- ~ της παραδόσεως |
- ~ των ανθρωπίνων σχέσεων |
- οι εργασίες αυτές θέλουν ~ |
- χρειάζεται μια γενναία ~ των ιερών βιβλίων (Athanasiadis-N)
- ① law revision, review of a suit or decision, retrial before a review court (syn αναψηλάφηση):
- ~ της δίκης
[fr MG αναθεώρηση ← K ἀναθεώρησις, der of ἀναθεωρῶ (-έω)]
- reexamination, reconsideration, revision, review (syn επανεξέταση):