Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθεωρώ [anaθeoró] -ούμαι Ρ10.9 : α.επανεξετάζω, ελέγχω κτ. για να διορθώσω σφάλματα ή για να συμπληρώσω παραλείψεις: Θα αναθεωρηθούν οι εκλογικοί κατάλογοι. β. τροποποιώ κτ. υπό το πρίσμα νέων δεδομένων ή ύστερα από επανεκτίμηση των δεδομένων: H βουλή αναθεώρησε ορισμένα άρθρα του συντάγματος. H κυβέρνηση θα αναθεωρήσει τους όρους της σύμβασης για την κατασκευή του υπόγειου σιδηροδρόμου. || μεταβάλλω: H πείρα της ζωής με υποχρέωσε να αναθεωρήσω πολλές από τις απόψεις μου.
[λόγ. < ελνστ. ἀναθεωρῶ `εξετάζω προσεκτικά΄ σημδ. γαλλ. réviser]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναθεωρώ.
-
- Eπιθεωρώ, επισκέπτομαι (τόπο):
- (Σφρ., Xρον. 18210).
[μτγν. αναθεωρέω. H λ. και σήμ.]
- Eπιθεωρώ, επισκέπτομαι (τόπο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεωρώ [anaθeoró] αναθεωρείς, ipf αναθεωρούσα, aor αναθεώρησα, subj αναθεωρήσω, pass αναθεωρούμαι, aor αναθεωρήθηκα, subj αναθεωρηθώ (L)
- ① reexamine, revise, review (syn επανεξετάζω):
- ~ ντοκουμέντα |
- ~ τα γραπτά I revise the (written) papers |
- ~ απόφαση revise a decision |
- ~ δίκη review a suit, e.g. ζητάει ν' αναθεωρηθεί η δίκη που έχασε |
- αναθεωρείται το σύνταγμα |
- επιτρέπεται ν' αναθεωρούνται μη θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος (Christidis EΣ 53) |
- αναθεωρήθηκαν οι κατάλογοι των στρατευσίμων |
- στη μέση ηλικία οι ανθρώπινες σχέσεις αναθεωρούνται |
- ~ αξίες, την αξιολογία της ζωής, αντιλήψεις, απόψεις, γνώμες, την έμπνευσή μου, έννοιες, εντυπώσεις, πλάνες, την προκατάληψη, τις σχέσεις μεταξύ γνώσης και γλώσσας |
- αναθεωρούμε τις (προσχηματισμένες) ιδέες μας (Papanoutsos) |
- ανακινούνται και αναθεωρούνται τα ζητήματα (Thrylos) |
- πρέπει ν' αναθεωρηθεί η νομοθεσία περί συνεταιρισμών |
- το Iσλάμ αναθεωρεί τη φιλοσοφία του περί θανάτου (Athanasiadis-N)
- ② revise (of book, text or part thereof):
- αναθεώρησε τον πρόλογο ριζικά |
- ο Θουκυδίδης θα χρειαστεί να αναθεωρήσει το έργο του συστηματικά (Kakridis) |
- αναθεώρησε το κείμενο, το ξανάφτιαξε (Kanellop) |
- πολλά θα συμπληρωθούν και θα αναθεωρηθούν στη νέα έκδοση (Geros)
- ③ typogr check (syn ελέγχω)
[fr MG αναθεωρώ 'visit' ← K, PatrG ἀναθεωρῶ 'examine carefully']
- ① reexamine, revise, review (syn επανεξετάζω):