Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθεωρητικός -ή -ό [anaθeoritikós] Ε1 : 1.που έχει την εντολή να αναθεωρήσει κτ.: Aναθεωρητική βουλή, για αναθεώρηση διατάξεων του συντάγματος. Aναθεωρητικό δικαστήριο, αρμόδιο για την αναθεώρηση αποφάσεων στρατιωτικών δικαστηρίων. 2. (πολ.) που έχει σχέση με τον αναθεωρητισμό· ρεβιζιονιστικός: Aναθεωρητικές απόψεις / θέσεις. Είναι ~, έχει αναθεωρητικές απόψεις.
[λόγ. αναθεωρητ(ής) -ικός μτφρδ. γαλλ. révi sionnel, de révision]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεωρητικός, -ή, -ό [anaθeoritikós] (L)
- revisional, reviewing:
- αναθεωρητική βουλή parliament elected to revise clauses of the constitution |
- milit justice αναθεωρητικό δικαστήριο (αναθεωρητικόν δικαστήριον) court of review w. the right to modify or annul decisions reached by military or naval courts |
- αναθεωρητικό συμβούλιο review board |
- το αναθεωρητικό έργο |
- ο ~ χαρακτήρας |
- η αναθεωρητική αρμοδιότητα της βουλής |
- αναθεωρητική εποχή, ροπή, έρευνα |
- σε όλους τους κλάδους της επιστήμης αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια ένα αναθεωρητικό πνεύμα (Argyriou) |
- το άρθρο του εμφανίζεται σαν είδος αναθεωρητικού εξαγνισμού της αμαρτίας του (Palam) |
- αναθεωρητικές είναι οι μεταβατικές εποχές .. και η φοβία που κατέχει το σύγχρονο κόσμο έχει κατά μέρος την αφετηρία της στον αναθεωρητικό πυρετό που συντρίβει τις βάσεις (Panagiotop)
[neol (Koumanoudis), der of αναθεωρητός w. suff -ικός]
- revisional, reviewing: