Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεματισμένος1 [anaθematizménos] ο, αναθεματισμένη [anaθematizméni] η, αναθεματισμένο [anaθematizméno] το,
- ① person deserving anathematization, accursed or damned individual (syn ο αφορισμένος, ο καταραμένος):
- μωρέ αναθεματισμένε, τι μας έκαμες! το ξεμυάλισε το παιδί η αναθεματισμένη |
- ~ της πατρίδας (Makryg) |
- αυτοί οι αναθεματισμένοι μας πήρανε στο λαιμό τους (Petsalis-D)
- ⓐ οι αναθεματισμένοι the damned
- ② region. (Cypr., Crete, Kephall) ο ~ devil, satan (syn βερζεβούλης, διάβολος, σατανάς):
- όποιος βλαστημάει τον παίρνουν οι αναθεματισμένοι
[substantiv., m, f or n of αναθεματισμένος2]
- ① person deserving anathematization, accursed or damned individual (syn ο αφορισμένος, ο καταραμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθεματισμένος2, -η, -ο [anaθematizménos]
- ① accursed, damned (syn αφορισμένος, καταραμένος):
- οι αναθεματισμένοι σχιματικοί |
- οι αναθεματισμένοι Aγαρηνοί |
- αναθεματισμένοι σατανάδες, απόσποροι του κερατά (Petsalis-D) |
- ετούτοι οι αναθεματισμένοι οι Eβραίοι της Λόντρας (id.)
- ⓐ troublesome, disturbing, annoying (syn ενοχλητικός):
- ήτανε πεντάμορφη ετούτη η αναθεματισμένη πλάση (Petsalis-D) |
- αναθεματισμένες αναμνήσεις |
- θυμήθηκε τις αναθεματισμένες τις γυναίκες, εκείνη την αναθεματισμένη τη χορεύτρα, τη νοσοκόμα |
- με τάραξε το αναθεματισμένο το συνάχι |
- δουλεύει τ' αναθεματισμένο το μυαλό μου
- ② denounced, condemned (syn καταδικασμένος):
- ποιητές και πεζογράφους ... αναθεματισμένους για τη μεγαλοσύνη τους (Palam)
[ppp of αναθεματίζω]
- ① accursed, damned (syn αφορισμένος, καταραμένος):