Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθέτω [anaθéto] -ομαι, ανατίθεμαι [anatíθeme] Ρ αόρ. ανέθεσα και ανάθεσα, απαρέμφ. αναθέσει, παθ. ανατίθεμαι, ανατίθεσαι, ανατίθεται, ανατιθέμεθα, ανατίθεστε, ανατίθενται, και (προφ.) αναθέτομαι, αόρ. ανατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετέθη, ανετέθησαν, απαρέμφ. ανατεθεί : δίνω εντολή σε κπ. ή συμφωνώ με κπ. να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου: Ο διοικητής τού ανέθεσε μια δύσκολη στρατιωτική αποστολή / την ένορκη διοικητική εξέταση. Οι έρευνες για πετρελαιοφόρα κοιτάσματα ανατέθηκαν σε ξένη εταιρεία. Θα του αναθέσουν τη διαχείριση της πολυκατοικίας. || εμπιστεύομαι σε κπ. ένα έργο, τον επιφορτίζω με κάποια υποχρέωση: Στη μητέρα έχει ανατεθεί η φροντίδα της οικογένειας.
[λόγ. < αρχ. ἀνατίθημι `τοποθετώ βάρος, αφιερώνω΄ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω (πρβ. μσν. αναθέτω ίδ. σημ.), σημδ. γαλλ. charger· λόγ. < αρχ. ἀνατίθεμαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναθέτω.
-
- (Mε την πρόθ. εις και την αιτιατ. τον Θεόν) παραδίδοντας κάπ. στην κρίση του Θεού τον εξορκίζω:
- (Πτωχολ. α 714).
[<αρχ. ανατίθημι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- (Mε την πρόθ. εις και την αιτιατ. τον Θεόν) παραδίδοντας κάπ. στην κρίση του Θεού τον εξορκίζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθέτω [anaθéto] ipf ανέθετα, aor ανέθεσα & ανάθεσα, pf έχω αναθέσει, pass pr αναθέτεται (cf
- also ανατίθεται, q.v.)
- ① assign, charge s.o. w. (the handling of a task or work), commission s.o. to do sth (syn επιφορτίζω):
- του ~ εργασία, δουλειά, το έργο I set him the task |
- σου αναθέτει υποθέσεις |
- μου ανέθεσε να του βρω δουλειά |
- σου ανέθεσα να μου βρης ένα γραμματέα, εργάτη, κηπουρό, υπάλληλο |
- ανέθεσε σε αρχιτέκτονα να του χτίσει σπίτι |
- του ανέθεσα τη διαχείριση του αγροκτήματος |
- τους έχει αναθέσει την επιχείρηση, τη διεύθυνση του γραφείου |
- μου ανάθεσε την αντιπροσωπεία της επιτροπής |
- μου ανάθεσαν να οργανώσω συσσίτια |
- ανάθεσε τη φύλαξη της κλεισούρας σ' έναν κλέφτη που έγινε αρματολός (Petsalis-D) |
- pass αναθέτεται is charged, entrusted (syn ανατίθεται) |
- η τήρηση του Συντάγματος τούτου αναθέτεται στον πατριωτισμό των Eλλήνων (Christidis EΣ 54)
- ⓐ ~ εντολή σε κ., put s.o. in charge, confer a mandate on s.o.:
- σας ~ την εντολή του σχηματισμού Kυβερνήσεως |
- μου ανάθεσαν την εντολή του σχηματισμού Kυβερνήσεως |
- μου ανάθεσαν την εντολή να σας μιλήσω, also ~ αξίωμα, λειτούργημα, αποστολή κλ
- ② entrust (syn εμπιστεύομαι):
- σας ~ τη φροντίδα των παιδιών I entrust the children to your care |
- έχω αναθέσει στο Θεό τις ελπίδες μου
- ③ (L sense), offer sth (as a votive offering), present (an offering), dedicate (syn αφιερώνω):
- ανέθεσα μια εικόνα στον άγιο |
- ο Aγγέλιτος ανάθεσε το άγαλμα της Aθηνάς στην Aκρόπολη (Bakalakis) |
- ανέθεσε στο βουλευτήριο της Δωδώνης ένα βωμό του Διός Nαΐου (Dakaris) |
- μετά τη μάχη οι Λακεδαιμόνιοι ανάθεσαν στους Δελφούς ένα χρυσό τρίποδα (Papachatzis)
[fr MG αναθέτω, this by anal. fr aor αναθέσω ← ανατίθημι, αναθήσω; cf θέτω - έθεσα]