Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναθάρρηση η [anaθárisi] Ο33 : ανάκτηση του θάρρους.
[λόγ. αναθαρρη- (αναθαρρώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναθάρρηση [anaθárisi] η, (L)
- recovery of courage:
- θρασεία ~ του χουντισμού |
- ~ των εκτοπλασμάτων του φασισμού
[fr kath αναθάρρησις ← LK ἀναθάρρησις 'id.']
- recovery of courage: