Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναζωπύρωση η [anazopírosi] & αναζωπύρηση η [anazopírisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναζωπυρώνω. 1. το ξαναφούντωμα της φωτιάς: H ~ της πυρκαγιάς. 2. (μτφ.) η έξαρση κάποιου πράγματος που βρίσκεται σε ύφεση: H ~ του εθνικισμού, αναβίωση. H ~ των ταραχών, νέα έξαρση. H ~ του πληθωρισμού, νέα άνοδος.
[λόγ. < ελνστ. ἀναζωπύρω(σις), ἀναζωπύρη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναζωπύρωση [anazopírosi] η, gen αναζωπύρωσης & αναζωπυρώσεως, no pl
- ① rekindling (syn σκάλισμα [της φωτιάς])
- ② fig rekindling, inciting, revival:
- ~ του θρησκευτικού συναισθήματος |
- ~ και εδραίωση του χριστιανισμού |
- ~ του φασισμού |
- ~ των (πολιτικών) παθών
- ③ revitalization, invigoration (syn αναζωογόνηση):
- ~ των κοινοτικών θεσμών |
- ~ των πηγαίων δυνάμεών τους |
- ~ των ερωτικών μυθιστορημάτων κατά το ελληνιστικό πρότυπο (Michelis) |
- ~ του εθνικού φρονήματος
[fr kath αναζωπύρωσις ← LK ἀναζωπύρωσις (3rd-4th c. AD)]