Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναζωογόνηση η [anazooγónisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα (το φαινόμενο) του αναζωογονώ. 1. ανάκτηση των φυσικών ή ψυχικών δυνάμεων: H ~ του οργανισμού. 2. (μτφ.) ενίσχυση, τόνωση μιας δραστηριότητας: Tο κράτος μελετά την ~ των αγροτικών περιοχών.
[λόγ. αναζωογονη- (αναζωογονώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. réanimation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναζωογόνηση [anazooγónisi] η, (L)
- regeneration, revitalization, invigoration, enlivening (syn δυνάμωμα, τόνωση, ξαναζωντάνεμα, αναζωπύρωση):
- ~ του οργανισμού |
- ~ των ελπίδων των ανθρώπων |
- ~ του ελληνικού πνεύματος |
- ~ του ενδιαφέροντος |
- ~ των συναισθημάτων |
- ~ των κοινοτικών θεσμών κατά τους τελευταίους αιώνες του Bυζαντίου (Vacalop) |
- ~ και συντήρηση της θρησκευτικής πίστης
[der of αναζωογονώ (-έω); cf. ζωογόνησις 'generation or creation of life']
- regeneration, revitalization, invigoration, enlivening (syn δυνάμωμα, τόνωση, ξαναζωντάνεμα, αναζωπύρωση):