Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναζωογονώ [anazooγonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ξαναδίνω σε κπ. τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις που είχε χάσει: Ο ήσυχος και βαθύς ύπνος σε αναζωογονεί. Γύρισε από τις διακοπές αναζωογονημένος, ψυχικά ανανεωμένος. || H βροχή αναζωογόνησε τη γη / τα φυτά, τους ξανάδωσε τις αναπαραγωγικές τους δυνάμεις. 2. (μτφ.) δίνω νέα ώθηση και δυναμισμό σε κτ. που έχει ατονήσει: Ο τουρισμός αναζωογόνησε την οικονομική ζωή της επαρχίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀναζωογονῶ `αναγεννώ ζωή΄ & σημδ. γαλλ. ranimer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναζωογονώ [anazooγonó] αναζωογονείς, ipf αναζωογονούσα, aor αναζωογόνησα, pass αναζωογονούμαι, aor αναζωογονήθηκα (L)
- ① engender life again, restore to life, revivify, brace up, invigorate (syn εμφυσώ νέα ζωή σε κ., ξαναδίνω ζωή, ξαναζωντανεύω, τονώνω):
- το κλίμα του νησιού με αναζωογονεί
- ⓐ mi αναζωογονούμαι regain strength, vigor:
- αναζωογονήθηκα το καλοκαίρι στο βουνό |
- τα άνθη αναζωογονούνται στο νερό
- ② fig revive, strengthen, enliven (syn αναζωπυρώ, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω) mediop be revived, enlivened:
- ο θόρυβος στις εφημερίδες αναζωογοήθηκε |
- το πάθος του αναζωογονήθη |
- ~ την επιχείρηση enliven the business |
- το έργο μάς αναζωογόνησε τις αναμνήσεις |
- οι ελπίδες τους αναζωογονήθηκαν their hopes revived |
- τότε αναζωογονήθηκε το σύστημα οροφυλάκων της βυζαντινής εποχής (Vacalop) |
- η εισροή χρημάτων από τις αρχές του 16ου αι. αναζωογονεί τις ορεινές κοινότητες (id.) |
- έργο των πνευματικών ανθρώπων είναι να προσπαθήσουν ... να αναζωογονήσουν τα νιάτα (Thrylos) |
- ο Παλαμάς έδωσε ψυχή στο παρελθόν αναζωογονώντας όλες τις ζωτικές του αξίες (Chourmouzios)
[fr PatrG ἀναζωογονῶ (4th c. AD), cpd w. ζωογονῶ 'give life']
- ① engender life again, restore to life, revivify, brace up, invigorate (syn εμφυσώ νέα ζωή σε κ., ξαναδίνω ζωή, ξαναζωντανεύω, τονώνω):