Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναζωογονητικός -ή -ό [anazooγonitikós] Ε1 : που αναζωογονεί, που συντελεί στην αναζωογόνηση.
αναζωογονητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αναζωογονη- (αναζωογονώ) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναζωογονητικός, -ή, -ό [anazooγonitikós] (L)
- invigorating, reviving, bracing, fortifying:
- ~ αέρας bracing air |
- αναζωογονητικές βροχές |
- αναζωογονητική πνοή |
- αναζωογονητικοί χυμοί |
- ~ περίπατος, ~ ύπνος |
- αναζωογονητικές ιδιότητες |
- η βιταμίνη E έχει αναζωογονητικές επιδράσεις |
- αντιδρά στο αναζωογονητικό μας έργο |
- ο Παλαμάς εισχωρεί στην αρχαιότητα με διάθεση αναζωογονητική (Chourmouzios) |
- οι θεατρικοί όμιλοι των επαρχιών έφεραν μια αναζωογονητική πνοή στο παρισινό θέατρο (Thrylos) |
- το θερμό και αναζωογονητικό ρεύμα που εκπέμπεται από το αγαπημένο έργο φτάνει μια μέρα ως τη μάζα (Chatzinis)
[der of *αναζωογονητός (: αναζωογονώ) w. suff -ικός; cf K ζωογονητικός 'capable of generation']
- invigorating, reviving, bracing, fortifying: