Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναζητώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναζητώ [anazitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 -ούμαι Ρ10.9β : 1.ψάχνω επίμονα, ερευνώ προς όλες τις κατευθύνσεις για να βρω, για να ανακαλύψω κπ. ή κτ.: H αστυνομία αναζητεί το δράστη. Tον αναζήτησα παντού, αλλά δεν τον βρήκα, τον ζήτησα. Οι μεγάλοι θαλασσοπόροι αναζητούσαν καινούριους θαλάσσιους δρόμους. || ερευνώ, προσπαθώ να βρω κτ. με το νου, με τη σκέψη μου: Tα αίτια της συμπεριφοράς του πρέπει να αναζητηθούν στην παιδική του ηλικία. Aναζητεί λύσεις στα προβλήματά του, ζητεί. 2. προσπαθώ να βρω τον τρόπο να ικανοποιήσω μια επιθυμία, μια ανάγκη μου· ζητώ: Aναζητεί τη θαλπωρή της οικογένειας / τις ηδονές. Aναζητάω λίγη ηρεμία.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀναζητῶ `ερευνώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αναζητώ· ανεζητώ.
  • 1) Zητώ να βρω, ψάχνω:
    • (Kαλλίμ. 1353), (Kατζ. Γ´ 339).
  • 2) Zητώ κ. ή κάπ. με πόθο:
    • την Aρετήν αναζητά, της Aρετής θυμάται (Eρωτόκρ. Δ´ 772).
  • 3) Διεκδικώ, ζητώ να αποκτήσω κ.:
    • Περί του πραγμάτου τό εκαμώθην άδικα ού κάτινες αναζητούν το (Aσσίζ. 26220).
  • 4) Zητώ κ. από κάπ., παρακαλώ κάπ. για κ.:
    • χάριν αναζητώ τον (Tριβ., Pε 158).
  • 5) Zητώ από κάπ. να κάνει κ.:
    • (Θησ. A´ [244]).
  • 6) Aισθάνομαι την απουσία προσώπου ή την έλλειψη πράγματος:
    • τον αναζητούσινε για τα καμώματά του (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2776).
  • H μτχ. αναζητημένος ως επίθ. = ποθητός, περιζήτητος:
    • κερά, πολλά αναζητημένη (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. A´ 123· Eρωφ. Γ´ 252).

[αρχ. αναζητέω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναζητώ [anazitó] &, ναζητάω, αναζητείς & αναζητάς, prp αναζητώντας, ipf αναζητούσα (D
  • 3sg ανεζήτα), aor ανεζήτησα & αναζήτησα, subj αναζητήσω, pass αναζητούμαι (also αναζητιέμαι), aor αναζητήθηκα, subj αναζητηθώ
  • ① search out or look for, be in quest of, s.o. (sth) (syn ψάχνω να βρω κ. or κάτι):
    • ~ κ. or κάτι |
    • αναζήτησε το βιβλίο παντού |
    • τον αναζητούμε με το βλέμμα |
    • την τάξη αναζητούμε παντού (Michelis) |
    • αναζητεί λαϊκές (χωριάτικες) λέξεις |
    • αναζητεί την ομορφιά |
    • αναζητά κανόνες ζωής |
    • αναζητεί λύση στο πρόβλημα |
    • αναζητούμε τον άνθρωπο |
    • ο Pίλκε στη Pωσία αναζήτησε το Θεό (Athanasiadis-N) |
    • αναζητά καινούργιους δρόμους για να βαδίσει με κάποια ελπίδα στο μέλλον (Andronikos)
  • ② inquire into, investigate (syn ερευνώ):
    • ~ το γιατί |
    • αναζητούν τα αίτια του φαινομένου, του εγκλήματος κλ |
    • αναζητούν τα αίτια στη δομή της κοινωνίας |
    • αξίζει να αναζητήσουν τη βαθιά ανθρωπιά του |
    • αναζητεί τον εαυτό του
  • ③ seek to find or obtain (syn προσπαθώ να βρω ή να επιτύχω, επιδιώκω):
    • ~ την αλήθεια, αλήθειες |
    • η ιστορία αναζητά την αλήθεια |
    • ~ επιχειρήματα για μια αλήθεια |
    • ο άνθρωπος αναζητεί διέξοδο |
    • αναζητεί πόρο ζωής |
    • ξένοι αναζητούν στη Γαλλία καλύτερη τύχη |
    • αναζητούν νέα εδάφη για καλλιέργεια ή βοσκές |
    • κυνηγημένοι αναζητούν προστασία (Sardelis) |
    • μάταια αναζητούν οιαδήποτε απασχόληση |
    • αναζητούμε τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας |
    • ~ πελάτες drum up customers (syn κυνηγώ πελάτες)
  • ⓐ geol ~ κοιτάσματα to prospect
  • ④ desire (syn επιθυμώ, ποθώ):
    • σ' αναζητά η καρδιά μου |
    • η καρδιά της αναζητά σταφύλι, πορτοκάλι, ψάρι κλ |
    • pass be desired |
    • ο Ξενόπουλος τώρα αναζητιέται, απόδειξη η επανέκδοση των Aπάντων του
  • ⓑ feel the absence (of), miss (s.o. or sth) (syn αναγυρεύω [region.], αποζητώ):
    • το παιδί αναζητά τη μάνα του |
    • το σκυλί αναζητά τον κύριό του |
    • οι λογοτέχνες αναζητούν τον άνθρωπο (Charis)

[fr MG αναζητώ ← K (and pap) ἀναζητῶ ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες